Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό αλλα δεν έδινε σημασία, δεν έβλεπε μπροστά της.
Είχε φτάσει σαν κυνηγημένη μετά από ένα ταξίδι 8 ωρών, και δεν ένιωθε κούραση, νύστα. Δεν ένιωθε παρα μόνο ενα φούσκωμα βαρύ, λύπης, σχεδόν σαν βαθιά μελαγχολια. Ενα συναίσθημα πρωτόγνωρο. Σαν κρύο χέρι που την τραβούσε σε σκοτεινά μέρη της ψυχής της.
Δεν ένιωθε ανάγκη να παλέψει, να το τινάξει από πάνω της. Ούτε καν παρατηρούσε. Αυτό το συναίσθημα σαν αργή κρύα λάβα έπνιγε οτιδήποτε άλλο στον διαβά του.

Προσπαθούσε να σκεφτεί το παιδί, να νιώσει κάτι. Οτιδήποτε. Κάτι που να την έκανε να θέλει να ζήσει. Απάθεια σχεδόν, σοκ, νέκρωση... Δεν ήταν κάτι το έντονο, ήταν κάτι το βαθύ, που μόνο όσοοι το ένιωσαν καταλαβαίνουν τι ειναι. Ο θάνατος της ψυχής.
Δεν ήταν ο χωρισμός, ο πόνος, η ταπείνωση...αυτά τα ξεπερνούσε, τα πάλευε και τα προσπερνούσε. Ηταν το γκρέμισμα της πίστης της. Στους ανθρώπους, στην καλοσύνη, στην ανθρωπιά. Το γκρεμισμα του εαυτού της, της κρίσης της.
Είδε ένα τέρας καταπρόσωπο ενώ πίστευε οτι υπήρχαν μόνο συμβολικά, στα παραμύθια.
Είδε την νέκρωση της ψυχής του άλλου, το κακό που υπηρχε, και ένιωθε οτι δεν ήθελε να ζει σε τέτοια κόλαση.
Η ψυχή της αηδιασμένη, ήθελε να ανυψωθεί ψηλά, ή να χωθεί κάπου βαθιά να ξεφύγει από τα σκοτάδια που την είχαν καταπιεί. Και αυτό βίωνε, σωματικά.
Ενιωθε το βάρος του κεφαλιού του παιδιού και δεν ενιωθε τίποτα.
Ενα αβάσταχτο κενό πόνου και λύπης για όλα και για όλους.

"Δεν θέλω να ζω" σκέφτηκε, και η σκέψη την ηρέμησε κάπως. Μετα από μήνες προσπάθειας και πόνου, εξευτελισμού και σοκ απανωτά, είχε επιτέλους μπει στο νόημα. Και δεν της άρεσε καθόλου αυτό που κατάλαβε. Το πώς ειναι ο κόσμος, οι ανθρώποι.
Ενιωθε σαν λαβωμένο πουλια στα χέρια αγριόγατων.
'Το πρωι" σκέφτηκε.
Αν ένιωθε έτσι και το πρωι, θα έφευγε.
Η σκέψη την ηρέμησε και την ανακούφισε.
Προσπάθησε να σκεφτεί το παιδί, οτι δεν θα το έβλεπε να μεγαλωνει, δεν θα ήταν εκεί. αλλα το μόνο που σκεφτόταν και ένιωθε ήταν προσμονή για το πρωι.

Και τότε, σκέφτηκε οτι το παιδί μια μέρα θα έλεγε... "Ο,τι πρόβλημα και να είχες, εγώ δεν άξιζα αρκετά για σένα να μείνεις;"
Θα ταυτιζόταν με την πραξη της.
Ενιωσε τα δάκρυα να κυλάνε αργά καθώς η ψυχή της ξαναβυθιζόταν στην φυλακή της, τσακισμένη, αλλοιωμένη.
Δεν υπήρχε αγάπη. Δεν υπήρχε και μίσος που αναγκάστηκε να "επιστρέψει".
Μόνο καθήκον.

Εκλεισα τα ματια της. Πνιγόταν.
Ομως δεν υπήρχε άλλη λύση.
Δεν της άνηκε πια τίποτα. Ούτε η ψυχή της.
Και αύτη ήταν η ζωή της.



Comments

Popular Posts