Μπαμπά...
Ο δικός μου ο μπαμπας, ήταν γκομενιάρης. Μουσικός. Νευρικός. Ο δικός μου ο μπαμπάς δεν με χαίδευε, δεν μου μίλαγε παρα μόνο με κοιταζε ως βάρος. Δεν ειχε σταθερή δουλειά, ήταν παντρεμένος με μια κουκλα υστερικιά. Τσακωμοι, φωνες, ξύλο. Δεν τον αγαπούσα. Δεν τον ήξερα. Και το χειρότερο, δεν με ήξερε. Ήμουν σχεδόν πράγμα.
Με φώναζε πορδή δημόσια μέχρι τα 17 μου. Ηλίθια, ανίκανη. Ζήλευε τους φίλους μου. Με χτύπησε τελευταία φορά στα 22 μου, οταν τον κόλλησα στον τοίχο. Δεν μου έδινε τα κλειδιά του εξοχικού, αλλα΄τα έδωσε σε εναν τυχαρπαστο γκόμενο που ειχα, δεν ήθελε να μάθω να οδηγώ γιατι "θα σκότωνα καποιον¨". Με θύμωνε. Περασα από το μίσος στην αδιαφορία και στην ευγνομωσύνη όταν γεννήθηκε το παιδί μου και χωρισα. Ναι, με αποκλήρωσε, για να μην του "φαω" το σπίτι, και να μην "πετάξω την μάνα μου στον δρόμο" κάτι που του ειχε βάλει εκείνη στο μυαλό, όμωςμε το παιδι ήταν διαφορετικός από,τι ήταν μάζι μου. Ξυπνούσε το πρωι και το πήγαινε σχολείο για να ξεκουραστώ λίγο. Το έφερνε το απόγευμα, μου το κρατούσε όταν χρειαζομουν βοήθεια. Οταν με επνιξαν τα χρεή του ΤΕΒΕ, τσακώθηκε με την μάνα μου, εκείνη δεν ήθελε να σταματήσουν τον απογευματικό καφέ τους στην καφετέρια, εκείνος θεωρούσε οτι ήταν χρέος του να βοηθήσει την κόρη του που πνιγόταν. Και εκεί κατάλαβα, γιατι ήταν όπως ήταν όταν μεγάλωνα.
Παντρεύτηκε στα 22, με μια κιθάρα έχτισε ενα σπίτι, ταξίδεψε όπου υπήρχε δουλειά και κάθε 6 μήνες έψαχνε για δουλειά, με χρέη και παιδί στο κεφάλι του. Ποτέ δεν θα έπαιρνε διαζύγιο από την μάνα μου και να το ήθελε, γιατι υπήρχα εγώ. Το καθήκον του. Και το καταλαβάινω γιατι κι εγω στις μάυρες μου εποχες, έβλεπα το καθήκον και εβαζα το ένα ποδι μπροστα από το άλλο και προχώραγα, σαν ζόμπι, νεκρή ζωντανή.Είναι αβάσταχτο φορτίο, αλλα ποτε δεν τα παράτησε. Οταν αρρωστησε, έδωσα μαχη να παει σε γιατρό. Η μανα μου εμπόδιο. Ενα χρόνο τον είδα να λίωνει. Τελικά, πέθανε. Ο κόσμος στην κηδεία του ήρθε από Γερμανία, Ολλανδία, τοσοι φίλοι, τοση εκτίμηση, και η μάνα του, η αδερφή του να μην θέλουν να μου ξαναμιλήσουν γιατι ημουν κόρη της μάνας μου. Και εφόσον έφταιγε, έφταιγα κι εγω. Μέχρι σήμερα δεν ξέρω τι κάνουν. Αρνουνται να με δουν. Ημουν όμως ΚΑΙ κόρη του.
Λεπτομέρειες.
Οταν πέθανε, η μητέρα μου έχασε τον μαμπούλα που την έκανε θυμα, που της παρείχε βοήθεια και λύπηση από τον κόσμο.Μπαμπούλας έγινα εγω. Που δεν την είχα στα ώπα ώπα, που δεν της ψωνιζα. Εχασα την δουλειά μου. Απογνωση. Βρέθηκα Δανία. Οπως μάζευα τις βαλίτσες μου στο εξοχικό που πλέον ειχε γίνει σπίτι μου, είδα σε μια γωνιά τις κιθάρες του μπαμπά. Που από πατερας, ειχε γινει "ο μαλάκας", και από "ο μαλάκας" έγινε ο μπαμπας. Οχι γιατι πέθανε. Γιατί θα ειχε ενδιαφερον να τον είχα γνωρίσει ως ενήλικας, τώρα που πέρασα κι εγω πεντε κύματα.Ισως να ειχαμε γίνει και φιλαράκια. Ίσως νιόθωντας τον δίπλα μου, να μην ένιωθα τόσο μόνη στον κόσμο. Ισως ξεπερνούσε τις ιδέες του και έβλεπε την Νικόλ, τον άνθρωπο, και ισως να μου έδινε μια πραγματική αγκαλιά, απ αυτες που το σωμα κολλάει πανω στο δικό σου, χωρίς να σκεφτεσαι να τραβήχτεις, άβολα, χωρίς το φύλο να ειναι θέμα. Κοιταξα τις κιθάρες του και έβαλα τα κλάμματα. Δεν τον θεοποιησα, ήταν δύσκολος άνθρωπος και δεν τον έζησα, μου άφησε κενα. Εβαλα τα κλάμματα γιατι τον λυπήθηκα, γιατι δεν αγαπήθηκε ποτε, απο την γυναίκα του, ούτε την κόρη του.
Έφταιγε; Μπορεί. Δεν έχει σημασία. Δεν έχει καν σημασία η ιστορία μου αν το σκεφτείς.
Μπαμπαδες που δεν μιλούν στα παιδιά τους υπαρχουν παντου, είτε ζουν στο σπίτι είτε όχι. Δεν βλέπουν τα παιδιά ως σημαντικά και ως αποτελεσμα τα παιδια δεν βλέπουν αξία στον εαυτό τους, δεν λαμβάνουν την αναγνώριση οτι η παρουσία τους μετράει.Η κόρη μου εχει να μιλήσει με τον πατερα της 3 χρόνια κοντα. Και της λέω πάντα, αν δώσεις 100 ευρώ σε ενα ζητιάνο και τα αρνηθεί, δεν ειναι τα 100 ευρώ άχρηστα, εκείνος ειναι τυφλός. Χτες ειχε ο μπαμπας μου γενεθλια. Πέθανε στα δικά μου γενεθλια, ενα τελευταίο δωρο να τον θυμαμαι. Και τον θυμαμαι, με τα στραβά του χωρίς θυμό, χωρις πικρα, και με τα κάλά του, τις εκπληξεις του, την άβολη περίεργη αγάπη του. Σας το αφιερώνω.
Με φώναζε πορδή δημόσια μέχρι τα 17 μου. Ηλίθια, ανίκανη. Ζήλευε τους φίλους μου. Με χτύπησε τελευταία φορά στα 22 μου, οταν τον κόλλησα στον τοίχο. Δεν μου έδινε τα κλειδιά του εξοχικού, αλλα΄τα έδωσε σε εναν τυχαρπαστο γκόμενο που ειχα, δεν ήθελε να μάθω να οδηγώ γιατι "θα σκότωνα καποιον¨". Με θύμωνε. Περασα από το μίσος στην αδιαφορία και στην ευγνομωσύνη όταν γεννήθηκε το παιδί μου και χωρισα. Ναι, με αποκλήρωσε, για να μην του "φαω" το σπίτι, και να μην "πετάξω την μάνα μου στον δρόμο" κάτι που του ειχε βάλει εκείνη στο μυαλό, όμωςμε το παιδι ήταν διαφορετικός από,τι ήταν μάζι μου. Ξυπνούσε το πρωι και το πήγαινε σχολείο για να ξεκουραστώ λίγο. Το έφερνε το απόγευμα, μου το κρατούσε όταν χρειαζομουν βοήθεια. Οταν με επνιξαν τα χρεή του ΤΕΒΕ, τσακώθηκε με την μάνα μου, εκείνη δεν ήθελε να σταματήσουν τον απογευματικό καφέ τους στην καφετέρια, εκείνος θεωρούσε οτι ήταν χρέος του να βοηθήσει την κόρη του που πνιγόταν. Και εκεί κατάλαβα, γιατι ήταν όπως ήταν όταν μεγάλωνα.
Παντρεύτηκε στα 22, με μια κιθάρα έχτισε ενα σπίτι, ταξίδεψε όπου υπήρχε δουλειά και κάθε 6 μήνες έψαχνε για δουλειά, με χρέη και παιδί στο κεφάλι του. Ποτέ δεν θα έπαιρνε διαζύγιο από την μάνα μου και να το ήθελε, γιατι υπήρχα εγώ. Το καθήκον του. Και το καταλαβάινω γιατι κι εγω στις μάυρες μου εποχες, έβλεπα το καθήκον και εβαζα το ένα ποδι μπροστα από το άλλο και προχώραγα, σαν ζόμπι, νεκρή ζωντανή.Είναι αβάσταχτο φορτίο, αλλα ποτε δεν τα παράτησε. Οταν αρρωστησε, έδωσα μαχη να παει σε γιατρό. Η μανα μου εμπόδιο. Ενα χρόνο τον είδα να λίωνει. Τελικά, πέθανε. Ο κόσμος στην κηδεία του ήρθε από Γερμανία, Ολλανδία, τοσοι φίλοι, τοση εκτίμηση, και η μάνα του, η αδερφή του να μην θέλουν να μου ξαναμιλήσουν γιατι ημουν κόρη της μάνας μου. Και εφόσον έφταιγε, έφταιγα κι εγω. Μέχρι σήμερα δεν ξέρω τι κάνουν. Αρνουνται να με δουν. Ημουν όμως ΚΑΙ κόρη του.
Λεπτομέρειες.
Οταν πέθανε, η μητέρα μου έχασε τον μαμπούλα που την έκανε θυμα, που της παρείχε βοήθεια και λύπηση από τον κόσμο.Μπαμπούλας έγινα εγω. Που δεν την είχα στα ώπα ώπα, που δεν της ψωνιζα. Εχασα την δουλειά μου. Απογνωση. Βρέθηκα Δανία. Οπως μάζευα τις βαλίτσες μου στο εξοχικό που πλέον ειχε γίνει σπίτι μου, είδα σε μια γωνιά τις κιθάρες του μπαμπά. Που από πατερας, ειχε γινει "ο μαλάκας", και από "ο μαλάκας" έγινε ο μπαμπας. Οχι γιατι πέθανε. Γιατί θα ειχε ενδιαφερον να τον είχα γνωρίσει ως ενήλικας, τώρα που πέρασα κι εγω πεντε κύματα.Ισως να ειχαμε γίνει και φιλαράκια. Ίσως νιόθωντας τον δίπλα μου, να μην ένιωθα τόσο μόνη στον κόσμο. Ισως ξεπερνούσε τις ιδέες του και έβλεπε την Νικόλ, τον άνθρωπο, και ισως να μου έδινε μια πραγματική αγκαλιά, απ αυτες που το σωμα κολλάει πανω στο δικό σου, χωρίς να σκεφτεσαι να τραβήχτεις, άβολα, χωρίς το φύλο να ειναι θέμα. Κοιταξα τις κιθάρες του και έβαλα τα κλάμματα. Δεν τον θεοποιησα, ήταν δύσκολος άνθρωπος και δεν τον έζησα, μου άφησε κενα. Εβαλα τα κλάμματα γιατι τον λυπήθηκα, γιατι δεν αγαπήθηκε ποτε, απο την γυναίκα του, ούτε την κόρη του.
Έφταιγε; Μπορεί. Δεν έχει σημασία. Δεν έχει καν σημασία η ιστορία μου αν το σκεφτείς.
Μπαμπαδες που δεν μιλούν στα παιδιά τους υπαρχουν παντου, είτε ζουν στο σπίτι είτε όχι. Δεν βλέπουν τα παιδιά ως σημαντικά και ως αποτελεσμα τα παιδια δεν βλέπουν αξία στον εαυτό τους, δεν λαμβάνουν την αναγνώριση οτι η παρουσία τους μετράει.Η κόρη μου εχει να μιλήσει με τον πατερα της 3 χρόνια κοντα. Και της λέω πάντα, αν δώσεις 100 ευρώ σε ενα ζητιάνο και τα αρνηθεί, δεν ειναι τα 100 ευρώ άχρηστα, εκείνος ειναι τυφλός. Χτες ειχε ο μπαμπας μου γενεθλια. Πέθανε στα δικά μου γενεθλια, ενα τελευταίο δωρο να τον θυμαμαι. Και τον θυμαμαι, με τα στραβά του χωρίς θυμό, χωρις πικρα, και με τα κάλά του, τις εκπληξεις του, την άβολη περίεργη αγάπη του. Σας το αφιερώνω.
Comments