Χτες
Αποφάσισα να πάω στο εξοχικό. Ο λόγος που δεν πήγαινα είναι γιατι με κανουν να νιώθω έντονα οτι ειναι "δικό τους". Λαχταρω να νιώσω οτι καπου εχω ένα λιμάνι και οταν διαχωρίζονται μου υπενθυμίζουν οτι εγω ειμαι από την μία πλεύρα και κείνοι από την άλλη.
Πήγα να καθαρίσω. Κοντεψα να πεθάνω. Δεν μιλάμε μόνο για σκόνη. Μιλάμε για βρωμιά στο ψυγείο, στο πάτωμα, στα ντουλάπια, σταγονες χυμών, φαγητού. Τέλος πάντων.
Καθάρισα, ετοιμασα τον χώρο να πάμε με το παιδί, ρωτησα για τα δρομολόγια λεοφωρείων για να πηγάινει σχολείο, και άφησα 5 πράγματα.
Την επομένη πέρασα να πάρω λεφτά από τους δικούς μου γιατί έχασα όλες μου τις κάρτες στον δρόμο και τις μπλόκαρα. Λεφτα που αναγκαστηκα να φωνάξω για να τα πάρω.(Αν σκεφτείς οτι η μάνα μου μουρμούραγε οταν στα γενεθλια του παιδιού μου έλειπαν 5 ευρώ για το σουπερμάρκετ αντί για 3 που της ζητησα, και το εκανε θέμα,ενω στο πορτοφόλι της ειχε 3 πενηντάρικα, καταλαβαίνεις τι έγινε τώρα.
Τελικά προσφέρθηκε να της τα δώσει η νονά του παιδιού, μπας και βγάλει τον σκασμό).
Μπάινω στο σπίτι.
"Τώρα πας στο εξοχικό; Είναι νύχτα".
"πάω τα πράγματα"
"Ποια πράγματα; Τι πράγματα; Πού θα τα αφήσεις;"
Ο έλεγχος προσωποποιημένος.
Δαγκώθηκα που άνοιξα το στόμα μου και την προσπέρασα αγνοώντας την.
Να κατσω να της εξηγω οτι θελουμε πετσετες και σεντόνια, και φαγητα΄και ρούχα σαν να απολογούμαι ή να δίνω αναφορά;
Η ερώτησή της ήταν σαφής των σκέψεών της.
Πήρα τα χρήματα, έιδα τον πατέρα μου.
"Τώρα που θα πας όμως θα πρέπει να βάλουμε πετρέλαιο, αυτά ειναι ξοδα που δεν τα υπολογίσαμε..."
Συνέχισα να την αγνοώ.
Να σου πω, μαμα, τι έκανες με τον Σιμονσίνι τον γιατρό από την Ιταλία που μου ζήτησες να του γράψω;
"Είνα τρελός!" και έκανε χαρακτηριστική κίνηση του χεριού.
'Ηθελε να έρθει, να του πληρώσω εισητήρια, ξενοδοχεία"
-Θα προτιμούσες να κάνει διάγνωση απ΄το τηλέφωνο;"
-Δεν μου κάνει, δεν τον θέλω.
Οχι επειδή ειναι κακός γιατρός, αλλα επειδή ζήτησε να του πληρώσουν τά έξοδα.
Σοβαρό κριτήριο. Ποσο κάνει ένα εισητήριο από Ιταλία; Και μια διαμονή 2 ημερών;
Μου ρθε αναγούλα.
"Με τι ευκολία αχρηστεύεις τους θεούς που εσύ πιστευεις πρώτη", της λέω "και πόσο έυκολα λες "τρελό" κάποιον..."
Δεν ήθελα να τσακωθώ.
Κουράστηκα.
Πηγαίνοντας στην πόρτα με ξαναρώτησε πότε θα πάω στο εξοχικό.
"Δεν θέλω να σου πω, δεν το καταλαβαίνεις;" της απάντησα.
Το πρόσωπό της παραμορφώθηκε από λύσσα. Νομίζω μόνο εγώ την εχω δει έτσι και την έχω δει συχνά.
"Τίποτα τίποτα τίποτα;" κουνούσε τα χερια της πέρα δώθε με δύναμη. "Να μην χαρώ για σένα;"
(η αιώνια καραμέλλα-ψέμα)
'Τίποτα. Δεν γουστάρω έλεγχο."
Μουκλεισε την πόρτα καταμουτρα.
Κατέβηκα κάτω...
Στην έισοδο βρήκα έναν φίλο του πατέρα μου.
Μετά από λίγες κουβέντες μου είπε οτι και κείνος έχει καρκίνο.
"Αλλα δεν πειράζει, δεν έχω παιδιά, γιατί να ζήσω;" είπε και βούρκωνε.
Πώς φαινόταν η προσπάθεια συμβιβασμόυ με το μυαλό.
Ενας γλυκομίλητος άνθρωπος, ήπιων τόνων, χαμογελαστός μια ζωή.
Δεν θέλησε να με φιλήσει μη με κολλήσει κατι.
Και ένιωσα λύπη και στεναχώρια και δεν ήξερα τι να πω σε έναν άνθρωπο που παλευε να αποδεχτει οτι η ζωή του τελειώνει.
Σκέφτηκα οτι πήγαινε επάνω, και του είπα
"Δεν ξέρω αν αυτά που κάνουν επάνω πιάνουν ή όχι, ειναι πολύ ακραία, και δεν ειμαι σε θέση να κρίνω. Αλλά μήν το βάζεις κάτω. Εγώ που δεν σε εχω ζήσει θα στεναχωρηθώ, φαντάζεσαι οι κοντινοί σου; Ο αδελφός σου;"
Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.
Και για πρώτη φορά καταλαβα και συνηδειτοποιήσα οτι ο καρκίνος, τελικα σκοτώνει. Και τρόμαξα.
Πήγα να καθαρίσω. Κοντεψα να πεθάνω. Δεν μιλάμε μόνο για σκόνη. Μιλάμε για βρωμιά στο ψυγείο, στο πάτωμα, στα ντουλάπια, σταγονες χυμών, φαγητού. Τέλος πάντων.
Καθάρισα, ετοιμασα τον χώρο να πάμε με το παιδί, ρωτησα για τα δρομολόγια λεοφωρείων για να πηγάινει σχολείο, και άφησα 5 πράγματα.
Την επομένη πέρασα να πάρω λεφτά από τους δικούς μου γιατί έχασα όλες μου τις κάρτες στον δρόμο και τις μπλόκαρα. Λεφτα που αναγκαστηκα να φωνάξω για να τα πάρω.(Αν σκεφτείς οτι η μάνα μου μουρμούραγε οταν στα γενεθλια του παιδιού μου έλειπαν 5 ευρώ για το σουπερμάρκετ αντί για 3 που της ζητησα, και το εκανε θέμα,ενω στο πορτοφόλι της ειχε 3 πενηντάρικα, καταλαβαίνεις τι έγινε τώρα.
Τελικά προσφέρθηκε να της τα δώσει η νονά του παιδιού, μπας και βγάλει τον σκασμό).
Μπάινω στο σπίτι.
"Τώρα πας στο εξοχικό; Είναι νύχτα".
"πάω τα πράγματα"
"Ποια πράγματα; Τι πράγματα; Πού θα τα αφήσεις;"
Ο έλεγχος προσωποποιημένος.
Δαγκώθηκα που άνοιξα το στόμα μου και την προσπέρασα αγνοώντας την.
Να κατσω να της εξηγω οτι θελουμε πετσετες και σεντόνια, και φαγητα΄και ρούχα σαν να απολογούμαι ή να δίνω αναφορά;
Η ερώτησή της ήταν σαφής των σκέψεών της.
Πήρα τα χρήματα, έιδα τον πατέρα μου.
"Τώρα που θα πας όμως θα πρέπει να βάλουμε πετρέλαιο, αυτά ειναι ξοδα που δεν τα υπολογίσαμε..."
Συνέχισα να την αγνοώ.
Να σου πω, μαμα, τι έκανες με τον Σιμονσίνι τον γιατρό από την Ιταλία που μου ζήτησες να του γράψω;
"Είνα τρελός!" και έκανε χαρακτηριστική κίνηση του χεριού.
'Ηθελε να έρθει, να του πληρώσω εισητήρια, ξενοδοχεία"
-Θα προτιμούσες να κάνει διάγνωση απ΄το τηλέφωνο;"
-Δεν μου κάνει, δεν τον θέλω.
Οχι επειδή ειναι κακός γιατρός, αλλα επειδή ζήτησε να του πληρώσουν τά έξοδα.
Σοβαρό κριτήριο. Ποσο κάνει ένα εισητήριο από Ιταλία; Και μια διαμονή 2 ημερών;
Μου ρθε αναγούλα.
"Με τι ευκολία αχρηστεύεις τους θεούς που εσύ πιστευεις πρώτη", της λέω "και πόσο έυκολα λες "τρελό" κάποιον..."
Δεν ήθελα να τσακωθώ.
Κουράστηκα.
Πηγαίνοντας στην πόρτα με ξαναρώτησε πότε θα πάω στο εξοχικό.
"Δεν θέλω να σου πω, δεν το καταλαβαίνεις;" της απάντησα.
Το πρόσωπό της παραμορφώθηκε από λύσσα. Νομίζω μόνο εγώ την εχω δει έτσι και την έχω δει συχνά.
"Τίποτα τίποτα τίποτα;" κουνούσε τα χερια της πέρα δώθε με δύναμη. "Να μην χαρώ για σένα;"
(η αιώνια καραμέλλα-ψέμα)
'Τίποτα. Δεν γουστάρω έλεγχο."
Μουκλεισε την πόρτα καταμουτρα.
Κατέβηκα κάτω...
Στην έισοδο βρήκα έναν φίλο του πατέρα μου.
Μετά από λίγες κουβέντες μου είπε οτι και κείνος έχει καρκίνο.
"Αλλα δεν πειράζει, δεν έχω παιδιά, γιατί να ζήσω;" είπε και βούρκωνε.
Πώς φαινόταν η προσπάθεια συμβιβασμόυ με το μυαλό.
Ενας γλυκομίλητος άνθρωπος, ήπιων τόνων, χαμογελαστός μια ζωή.
Δεν θέλησε να με φιλήσει μη με κολλήσει κατι.
Και ένιωσα λύπη και στεναχώρια και δεν ήξερα τι να πω σε έναν άνθρωπο που παλευε να αποδεχτει οτι η ζωή του τελειώνει.
Σκέφτηκα οτι πήγαινε επάνω, και του είπα
"Δεν ξέρω αν αυτά που κάνουν επάνω πιάνουν ή όχι, ειναι πολύ ακραία, και δεν ειμαι σε θέση να κρίνω. Αλλά μήν το βάζεις κάτω. Εγώ που δεν σε εχω ζήσει θα στεναχωρηθώ, φαντάζεσαι οι κοντινοί σου; Ο αδελφός σου;"
Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.
Και για πρώτη φορά καταλαβα και συνηδειτοποιήσα οτι ο καρκίνος, τελικα σκοτώνει. Και τρόμαξα.
Comments