Σημερα....
Πήγα σήμερα να δω τον πατέρα μου, η μητέρα μου έλεγε συνέχεια στο τηλέφωνο πόσο την τυρρανάει και την βρίζει και θυμήθηκα τις μέρες τις "δόξας" του. Από την άλλη δεν ξεχνάω και πόσο η μητέρα μου αρέσκεται στο να είναι μαρτυρας και θυμα όλων, είναι το ψωμοτύρι της.
"Δεν θέλει να πάει στο νοσοκομείο" λέει, "δεν ξέρω πως να τον πείσω".
Κι εγώ, αφελής για μια ακόμη φορά πήγα από το σπίτι σήμερα μπας και βοηθήσω.
Και φυσικά μόλις πήγα να ανοίξω το στόμα μου, πήγε να με διακόψει οτι τον κουταζω και διάφορα άλλα.
Ομως αυτή τη φορά έγινε κάτι διαφορετικό.
Εγινε ένα κλικ. Καθισα και άκουσα τον πατέρα μου πώς τον τρυπούσαν χωρίς αναισθητικό, έκλαιγε "με είχαν αιχμάλωτο σαν το μοσχάρι και δεν με άκουγαν που τους εκλιπαρούσα, ότι δεν έπιασε η νάρκωση..."
Εκλαιγε σαν μικρό παιδί, η σκιά του εαυτού του.
Τον αγκάλιασα και τον άκουγα να μου λεει πως ο "ταδε" ιατρός είπε οτι πρέπει να δυναμώσει και οτι δεν μπορούν να του κάνουν βιοψία αν δεν παχύνει, και πώς ο τάδε ιατρός του έλεγε οτι πιστεύει σε αυτα που κάνει. Δεν μπορω να ξέρω αν αυτά εχουν γινει στ'αληθεια, προερχονται από το στόμα της μάνας μου, και πιθανόν ειναι κουραφεξαλα, ή ο ταδε ιατρος ήταν συγκαταβατικός.
Οταν ηρεμησε, του είπα οτι δεν θα τον πιεσω πια να κάνει εξετασεις αλλά και οτι εκείνος πρεπει να σταματήσει να κάνει διαγνώσεις μόνος του.
Μουλεγε οτι μέχρι το Μάιο θα δυναμώσει.
Περίεργο.... κι έγω έχω τον Μάιο στο μυαλό μου, αλλά για αντίθετο λόγο.
Αγκαλιά όπως τον είχα, μικρό σπουργιτάκι από κόκκαλα, άνοιξε η πόρτα. Η μητέρα μου με μια χαζοδικαιόλογια για τον χυμό του, κα΄τεστρεφε την στιγμη. Δεν σταμάτησε στην θέα μας, συνέχισε να φλύαρει, τα μάτια της να γυαλίζουν από τα νεύρα.
"Βγες έξω" της είπα.
Με αγνόησε. Της το είπε και ο πατέρας μου.
Αν το βλέμμα σκότωνε...
Βγήκε.
Η στιγμή είχε χαθεί.
Μετά έγινε πιιο προσωπικός, μου είπε οτι είχε τύψεις για το πώς μου φερθηκε, του είπα επιτέλους να ξεκολλήσει και οτι να σταματήσει να είναι υποχείριο της μαμάς που συνέχεια χειραγωγεί τον κόσμο.
"Σου είπα εγω ποτέ τίποτα, μπαμπα;" τον ρωτησα.
Εγνεψε άρνηση.
Τότε γιατί αφήνεις καποιον άλλον να σε κατηγορεί για θέματα που αφορούν εμάς;
Η πόρτα ξανανοιξε. 'Αλλη μια δικαιολογία του κώλου. Θ αήταν αστείο αν δεν ήταν τραγικό.
"Θέλω να μείνω μόνη μου με τον πατέρα μου. Φύγε επιτελους" της είπα κλείνοντας την πόρτα.
"Είναι κουρασμένος και τον στεναχωρείς,. και ειναι σπίτι μου!" φώναζε.
Ξαναγύρισα στην θέση μου και του έπιασα το χερι.
Ντουλάπια κλέιναν με δύναμη, νομίζω πέταξε και ένα ποτηρι πάνω στα νεύρα της.
Τον κοίταξα.
"Θέλω μια χαρη."
Με κοίταξε.
'Την μαμά δεν θα την αφήσω έτσι αν πάθεις κάτι, θέλω να μην ανησυχείς. Ομως δεν θέλω και να της το πεις."
Δίστασα για λίγο, δεν ήθελα να το πάρει στραβά.
"Ομως επειδή εκεινη δεν θα κάνει το ίδιο, σε παρακαλώ φροντισε να μην της δώσεις πολύ δυναμη. Να μην μπορεί να πουλήσει τίποτα χωρίς την συγκαταθεσή μου, και σου υποσχομαι ουτε απ'έξω να μην περνάω"
"Θέλω να στα γράψω" μου είπε. "¨Θα το έκανα αλλα η συμβολαιογραφος με επηρεασε και δεν το εκανα."
(σ.σ η συμβολαιογράφος ειναι φίλη της μητέρας μου. )
Σοκαρίστηκα αλλα δεν έδωσα έμφαση.
Η μητέρα μου ξανμπήκε στο δωμάτιο. Είχε φρικάρει. Την μια να πιεί τον χυμό του, την άλλη τελειώνετε θέλω να ξαπλώσω, την άλλη να κοπαναει ντουλάπια, 4 φορες συγκινηθήκαμε και 4 φορές μπήκε μέσα ενω την έδιωχνα γιατί ήταν μια δική μας στιγμή και δεν την σεβόταν.
Αντί να χαρει για μας...
"Ζηλέυεις", της είπα. "Μην ξαναρθεις"
Κοιταξα τον πατέρα μου.
"Τα βλέπεις;"
Πήγε να την δικαιολογησει.
"Μπαμπα, μου χρεώνεις τις εντάσεις όποτε έρχομαι, γιατι δεν βλέπεις οτι θελει να πρωτοστατει και με ανταγωνίζεται; Γιατί δεν βλεπεις οτι θελει να εχει τον απόλυτο έλεγχο;"
Σε έπεισε πριν 20 χρόνια οτι είμαι κακό παιδί και την ακολουθησες τυφλά στην τρέλα της."
"'Εχει κακό χαρακτήρα,...οχι, δύσκολο" μου είπε.
"Κακό. Καλά το είπες". Είναι μανα μου και δεν χαίρεται που για μια φορά δενόμαστε.
"Ο καλός άνθρωπος συγχωρεί. Δεν σου τα κρατάει, δεν σου τα φυλάει για να σε ελέγχει." του είπα.
"Ημουν και γω κακός χαρακτήρας, νευρικός".
"Σαν και μένα" του είπα "αλλά είχαμε και οι δύο κακές μανάδες".
Χαμογελάσαμε.
"Βάζω παραβάν σάυτα που κάνει" μου λέει "δεν θέλω να χάσω την πίστη μου".
"'Ενταξει, μπαμπά, δεν θα σε ξαναζορίσω. Αλλά το παραβάν να είναι σιθρου όσον με αφορά σε παρακαλώ. Κοίτα την πώς κάνει, για όνομα του Θεού, δηλαδή."
Εφυγα να πάρω το παιδί, σοκαρισμένη ακόμα από την συμπεριφορά της μητέρας μου. Ο ψυχολόγος μου αντηχούσε στ'αυτιά μου. "Γιατί; Δεν το περίμενες από κείνη;"
'Ηταν τοσο χοντρό και κακόψυχο αυτό που έκανε, μέχρι και ο πατερας μου της είπε να βγει από το δωμάτιο και δεν την στήριξε.
Πήγα να πάρω το παίδι, το ανέβασα πάνω. Η μητέρα μου ήταν στο σκοτεινό σαλόνι. Απευθύνθηκε στην κόρη μου ρουφωντας δυνατά την μύτη της.
Τζιζους πια!
Η μικρή δεν καταλαβε τίποτα, εγώ απλώς αγνόησα τα κροκοδείλια δακρυα και πήγαμε στο δωμάτιο του πατέρα μου. Καθώς προχωρούσαμε, ακούστηκαν γοερα αναφυλολιτα και μοιρολόι από το σαλόνι. Τρόμαξα.
Ε ρε κλωτσιες που ήθελε...
Πήγα το παιδί στον πατερα μου και πεταχτηκα ως το σαλόνι όπου της εκλεισα την πόρτα.
Πετάχτηκε. "Τι είπες στον πατέρα σου και μου μίλησε άσχημα;!"
Χαμογέλασα.
"Αλήθεια; Μα εσύ δεν μου λες μια εβδομάδα τώρα οτι σε βρίζει;
Και τέλος πάντων όπως συμπεριφέρθηκες πριν, μόνη σου έσκαψες τον λάκκο σου και καλά σου έκανε. Δεν ντρέπεσαι κοτζαμ γαιδούρα να ζηλέυεις την ίδια σου την κόρη; Τέλος πάντων, σταμάτα τωρα τις υστερίες που ήρθε το παιδί και μετά συνεχίζεις εκεί που πιανουν τα καπρίτσια σου."
Εκλεισα την πόρτα και πήγα στο υπνοδωμάτιο όπου ο πατερας μου έλαμπε στη θέα του παιδιού.
Δέκα λεπτά μετα η μητερα μου άνοιξε την πόρτα και άρχισε να φωνάζει οτι δεν θα της κλέινω την πόρτα εγω΄στα μούτρα κλπ
Κοίταξα τον πατέρα μου.
'Ηταν τόσο άστοχο, ακαιρο, άκυρο, γελοίο και προσβλητικό συναμα. Οπως και τις 4 προηγούμενες φορές που το είχε κάνει.
Σηκώθηκα και της είπα με πολύ αυστηρό τόνο οτι αν ξαναδοκιμάσει κάτι τέτοιο μπροστα στο παδί , η πόρτα θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα την ανησυχούσε.
Γύρισε και είπε στην μικρή να έρθει μαζί της στο σαλόνι γιατί είχε ένα δωρο.
Δεν την προλαβαίνω, γαμώτο.
"Φερτο εδώ, ήρθαμε να δούμε τον Παππού, αυτή τη στιγμή."
Καποια στιγμή θυμήθηκε να ξαναρουφήξει την μύτη της.
Κοιταξα τον πατέρα μου.
"με κατηγόρησε που της μίλησες άσχημα. Δεν ιδρώνει το αυτί μου. Ως συνήθως δεν παίρνει καμία ευθύνη για τις συνέπειες των πράξεων της"
"Μην ανησυχεις για τίποτα, κόρη μου, εγώ απόφασίζω και σε μια εβδομάδα θα εχεις τα χαρτιά στα χέρια σου."
Εμεινα να τον κοιτάω.
"Το ζητούμενο δεν είναι να εχω τα χαρτιά, μπαμπά."
Και πραγματικά, το ζητούμενο το είχα πάρει σήμερα. Δεν βγήκα και κερατας και δαρμένη για μια φορά.
Δεν του είπα αυτό που σκεφτόμουν, οτι η μητέρα μου θα έβρισκε τρόπο να το σταματήσει.
'Εβλεπα τον πατέρα μου να μου λέει πώς θα έχτιζε βεράντα μπροστά και θα έβαζε γρασιδι για το παιδί. 'Εκανε σχέδια και όνειρα. Το σκελετωμένο του πρόσωπο είχε πάρει ζωή.
Του χαμογελούσα.
Εγώ δεν έχω πια την ικανότητα να ονειρεύομαι όπως παλιά και ήταν το μεγαλύτερο μου προτερημα, να οραματιζομαι και να φτιάχνω από το τίποτα, μια ιδέα.
Χαμογελούσα, άκουγα μύτες να ρουφιούνται στο βάθος και ενιώσα ευγνωμοσύνη για αυτή του την καλή διαθεση και την διάυγεια-έστω για λίγο- που είχε, και που με άκουσε.
"Είσαι πολύ δυνατή και σε θαυμάζω" μου είπε.
Εσκασα στα γέλια.
"Για έναν μισογύνη σαν εσένα αυτό πρέπει να σε έτσουξε πολύ" του είπα
"Αλλά σ ευχαριστώ πολύ για την προσπάθεια που καταβάλεις να με στηρίξεις και να μου δείξεις αγάπη."
Τι να του έλεγα; Σταματα να είσαι συγκαταβατικός;
Δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνει.
'Εφυγα με πιο ελαφριά καρδιά, αφηνωντας πίσω μου ρουφήγματα μύτης και δολοφονικά βλέμματα.
"Δεν θέλει να πάει στο νοσοκομείο" λέει, "δεν ξέρω πως να τον πείσω".
Κι εγώ, αφελής για μια ακόμη φορά πήγα από το σπίτι σήμερα μπας και βοηθήσω.
Και φυσικά μόλις πήγα να ανοίξω το στόμα μου, πήγε να με διακόψει οτι τον κουταζω και διάφορα άλλα.
Ομως αυτή τη φορά έγινε κάτι διαφορετικό.
Εγινε ένα κλικ. Καθισα και άκουσα τον πατέρα μου πώς τον τρυπούσαν χωρίς αναισθητικό, έκλαιγε "με είχαν αιχμάλωτο σαν το μοσχάρι και δεν με άκουγαν που τους εκλιπαρούσα, ότι δεν έπιασε η νάρκωση..."
Εκλαιγε σαν μικρό παιδί, η σκιά του εαυτού του.
Τον αγκάλιασα και τον άκουγα να μου λεει πως ο "ταδε" ιατρός είπε οτι πρέπει να δυναμώσει και οτι δεν μπορούν να του κάνουν βιοψία αν δεν παχύνει, και πώς ο τάδε ιατρός του έλεγε οτι πιστεύει σε αυτα που κάνει. Δεν μπορω να ξέρω αν αυτά εχουν γινει στ'αληθεια, προερχονται από το στόμα της μάνας μου, και πιθανόν ειναι κουραφεξαλα, ή ο ταδε ιατρος ήταν συγκαταβατικός.
Οταν ηρεμησε, του είπα οτι δεν θα τον πιεσω πια να κάνει εξετασεις αλλά και οτι εκείνος πρεπει να σταματήσει να κάνει διαγνώσεις μόνος του.
Μουλεγε οτι μέχρι το Μάιο θα δυναμώσει.
Περίεργο.... κι έγω έχω τον Μάιο στο μυαλό μου, αλλά για αντίθετο λόγο.
Αγκαλιά όπως τον είχα, μικρό σπουργιτάκι από κόκκαλα, άνοιξε η πόρτα. Η μητέρα μου με μια χαζοδικαιόλογια για τον χυμό του, κα΄τεστρεφε την στιγμη. Δεν σταμάτησε στην θέα μας, συνέχισε να φλύαρει, τα μάτια της να γυαλίζουν από τα νεύρα.
"Βγες έξω" της είπα.
Με αγνόησε. Της το είπε και ο πατέρας μου.
Αν το βλέμμα σκότωνε...
Βγήκε.
Η στιγμή είχε χαθεί.
Μετά έγινε πιιο προσωπικός, μου είπε οτι είχε τύψεις για το πώς μου φερθηκε, του είπα επιτέλους να ξεκολλήσει και οτι να σταματήσει να είναι υποχείριο της μαμάς που συνέχεια χειραγωγεί τον κόσμο.
"Σου είπα εγω ποτέ τίποτα, μπαμπα;" τον ρωτησα.
Εγνεψε άρνηση.
Τότε γιατί αφήνεις καποιον άλλον να σε κατηγορεί για θέματα που αφορούν εμάς;
Η πόρτα ξανανοιξε. 'Αλλη μια δικαιολογία του κώλου. Θ αήταν αστείο αν δεν ήταν τραγικό.
"Θέλω να μείνω μόνη μου με τον πατέρα μου. Φύγε επιτελους" της είπα κλείνοντας την πόρτα.
"Είναι κουρασμένος και τον στεναχωρείς,. και ειναι σπίτι μου!" φώναζε.
Ξαναγύρισα στην θέση μου και του έπιασα το χερι.
Ντουλάπια κλέιναν με δύναμη, νομίζω πέταξε και ένα ποτηρι πάνω στα νεύρα της.
Τον κοίταξα.
"Θέλω μια χαρη."
Με κοίταξε.
'Την μαμά δεν θα την αφήσω έτσι αν πάθεις κάτι, θέλω να μην ανησυχείς. Ομως δεν θέλω και να της το πεις."
Δίστασα για λίγο, δεν ήθελα να το πάρει στραβά.
"Ομως επειδή εκεινη δεν θα κάνει το ίδιο, σε παρακαλώ φροντισε να μην της δώσεις πολύ δυναμη. Να μην μπορεί να πουλήσει τίποτα χωρίς την συγκαταθεσή μου, και σου υποσχομαι ουτε απ'έξω να μην περνάω"
"Θέλω να στα γράψω" μου είπε. "¨Θα το έκανα αλλα η συμβολαιογραφος με επηρεασε και δεν το εκανα."
(σ.σ η συμβολαιογράφος ειναι φίλη της μητέρας μου. )
Σοκαρίστηκα αλλα δεν έδωσα έμφαση.
Η μητέρα μου ξανμπήκε στο δωμάτιο. Είχε φρικάρει. Την μια να πιεί τον χυμό του, την άλλη τελειώνετε θέλω να ξαπλώσω, την άλλη να κοπαναει ντουλάπια, 4 φορες συγκινηθήκαμε και 4 φορές μπήκε μέσα ενω την έδιωχνα γιατί ήταν μια δική μας στιγμή και δεν την σεβόταν.
Αντί να χαρει για μας...
"Ζηλέυεις", της είπα. "Μην ξαναρθεις"
Κοιταξα τον πατέρα μου.
"Τα βλέπεις;"
Πήγε να την δικαιολογησει.
"Μπαμπα, μου χρεώνεις τις εντάσεις όποτε έρχομαι, γιατι δεν βλέπεις οτι θελει να πρωτοστατει και με ανταγωνίζεται; Γιατί δεν βλεπεις οτι θελει να εχει τον απόλυτο έλεγχο;"
Σε έπεισε πριν 20 χρόνια οτι είμαι κακό παιδί και την ακολουθησες τυφλά στην τρέλα της."
"'Εχει κακό χαρακτήρα,...οχι, δύσκολο" μου είπε.
"Κακό. Καλά το είπες". Είναι μανα μου και δεν χαίρεται που για μια φορά δενόμαστε.
"Ο καλός άνθρωπος συγχωρεί. Δεν σου τα κρατάει, δεν σου τα φυλάει για να σε ελέγχει." του είπα.
"Ημουν και γω κακός χαρακτήρας, νευρικός".
"Σαν και μένα" του είπα "αλλά είχαμε και οι δύο κακές μανάδες".
Χαμογελάσαμε.
"Βάζω παραβάν σάυτα που κάνει" μου λέει "δεν θέλω να χάσω την πίστη μου".
"'Ενταξει, μπαμπά, δεν θα σε ξαναζορίσω. Αλλά το παραβάν να είναι σιθρου όσον με αφορά σε παρακαλώ. Κοίτα την πώς κάνει, για όνομα του Θεού, δηλαδή."
Εφυγα να πάρω το παιδί, σοκαρισμένη ακόμα από την συμπεριφορά της μητέρας μου. Ο ψυχολόγος μου αντηχούσε στ'αυτιά μου. "Γιατί; Δεν το περίμενες από κείνη;"
'Ηταν τοσο χοντρό και κακόψυχο αυτό που έκανε, μέχρι και ο πατερας μου της είπε να βγει από το δωμάτιο και δεν την στήριξε.
Πήγα να πάρω το παίδι, το ανέβασα πάνω. Η μητέρα μου ήταν στο σκοτεινό σαλόνι. Απευθύνθηκε στην κόρη μου ρουφωντας δυνατά την μύτη της.
Τζιζους πια!
Η μικρή δεν καταλαβε τίποτα, εγώ απλώς αγνόησα τα κροκοδείλια δακρυα και πήγαμε στο δωμάτιο του πατέρα μου. Καθώς προχωρούσαμε, ακούστηκαν γοερα αναφυλολιτα και μοιρολόι από το σαλόνι. Τρόμαξα.
Ε ρε κλωτσιες που ήθελε...
Πήγα το παιδί στον πατερα μου και πεταχτηκα ως το σαλόνι όπου της εκλεισα την πόρτα.
Πετάχτηκε. "Τι είπες στον πατέρα σου και μου μίλησε άσχημα;!"
Χαμογέλασα.
"Αλήθεια; Μα εσύ δεν μου λες μια εβδομάδα τώρα οτι σε βρίζει;
Και τέλος πάντων όπως συμπεριφέρθηκες πριν, μόνη σου έσκαψες τον λάκκο σου και καλά σου έκανε. Δεν ντρέπεσαι κοτζαμ γαιδούρα να ζηλέυεις την ίδια σου την κόρη; Τέλος πάντων, σταμάτα τωρα τις υστερίες που ήρθε το παιδί και μετά συνεχίζεις εκεί που πιανουν τα καπρίτσια σου."
Εκλεισα την πόρτα και πήγα στο υπνοδωμάτιο όπου ο πατερας μου έλαμπε στη θέα του παιδιού.
Δέκα λεπτά μετα η μητερα μου άνοιξε την πόρτα και άρχισε να φωνάζει οτι δεν θα της κλέινω την πόρτα εγω΄στα μούτρα κλπ
Κοίταξα τον πατέρα μου.
'Ηταν τόσο άστοχο, ακαιρο, άκυρο, γελοίο και προσβλητικό συναμα. Οπως και τις 4 προηγούμενες φορές που το είχε κάνει.
Σηκώθηκα και της είπα με πολύ αυστηρό τόνο οτι αν ξαναδοκιμάσει κάτι τέτοιο μπροστα στο παδί , η πόρτα θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα την ανησυχούσε.
Γύρισε και είπε στην μικρή να έρθει μαζί της στο σαλόνι γιατί είχε ένα δωρο.
Δεν την προλαβαίνω, γαμώτο.
"Φερτο εδώ, ήρθαμε να δούμε τον Παππού, αυτή τη στιγμή."
Καποια στιγμή θυμήθηκε να ξαναρουφήξει την μύτη της.
Κοιταξα τον πατέρα μου.
"με κατηγόρησε που της μίλησες άσχημα. Δεν ιδρώνει το αυτί μου. Ως συνήθως δεν παίρνει καμία ευθύνη για τις συνέπειες των πράξεων της"
"Μην ανησυχεις για τίποτα, κόρη μου, εγώ απόφασίζω και σε μια εβδομάδα θα εχεις τα χαρτιά στα χέρια σου."
Εμεινα να τον κοιτάω.
"Το ζητούμενο δεν είναι να εχω τα χαρτιά, μπαμπά."
Και πραγματικά, το ζητούμενο το είχα πάρει σήμερα. Δεν βγήκα και κερατας και δαρμένη για μια φορά.
Δεν του είπα αυτό που σκεφτόμουν, οτι η μητέρα μου θα έβρισκε τρόπο να το σταματήσει.
'Εβλεπα τον πατέρα μου να μου λέει πώς θα έχτιζε βεράντα μπροστά και θα έβαζε γρασιδι για το παιδί. 'Εκανε σχέδια και όνειρα. Το σκελετωμένο του πρόσωπο είχε πάρει ζωή.
Του χαμογελούσα.
Εγώ δεν έχω πια την ικανότητα να ονειρεύομαι όπως παλιά και ήταν το μεγαλύτερο μου προτερημα, να οραματιζομαι και να φτιάχνω από το τίποτα, μια ιδέα.
Χαμογελούσα, άκουγα μύτες να ρουφιούνται στο βάθος και ενιώσα ευγνωμοσύνη για αυτή του την καλή διαθεση και την διάυγεια-έστω για λίγο- που είχε, και που με άκουσε.
"Είσαι πολύ δυνατή και σε θαυμάζω" μου είπε.
Εσκασα στα γέλια.
"Για έναν μισογύνη σαν εσένα αυτό πρέπει να σε έτσουξε πολύ" του είπα
"Αλλά σ ευχαριστώ πολύ για την προσπάθεια που καταβάλεις να με στηρίξεις και να μου δείξεις αγάπη."
Τι να του έλεγα; Σταματα να είσαι συγκαταβατικός;
Δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνει.
'Εφυγα με πιο ελαφριά καρδιά, αφηνωντας πίσω μου ρουφήγματα μύτης και δολοφονικά βλέμματα.
Comments
κουβέντες.
Μόνο ψώνια ή έστω ένα σφουγγάρισμα. Πρέπει να είναι δύσκολο και για τη μητέρα σου να τον βλέπει σε αυτή την κατάσταση.
Η ψυχολογική κατάσταση και των δυο πρέπει να είναι σε άσχημο σημείο.
(If you were a son, you'd be a son of a bitch)
Βρισιές δεκτές, άλλωστε φαινομενικά, μόλις έβρισα τη μάνα σου και σένα μαζί.