Ξέσπασα

Σας προειδοποιω, μπορει να σας σοκάρουν καποια πράγματα.

Πριν δύο εβδομαδες η μητέρα μου μου είπε οτι μου παραχωρεί το εξοχικό να μείνω με το παιδί αρκει να εβαζα τα πράγματα της κάπου και να της είχα δωμάτιο να έρχεται.

Μπλοκαρα το "να έρχεται" και το τι σήμαινε, και από την χαρά μου που θα εφευγα από το νοίκι και θα ανασαινα λίγο, έτρεξα να καθαρίσω.
Δυο εβδομάδες τωρα εχω φαει τη σκόνη και την βρώμα της ζωής μου. Πεταω πετάω και τελειωμό δεν εχω. Και ένιωθα ευγνομωσύνη το ζώον.
Μέχρι που καποια στιγμή το δωμάτιο τους στο εξοχικό διπλοκλειδαμπαρώθηκε.
Εκείνη λέει, με εντολή του μπαμπά. Μην φέρω γκόμενο.

Πού να φερω γκόμενο; Στην "αποθήκη"; Σπίτι δεν εχω να πηδηχτώ; Και να ήθελα στην τελική, τι είμαι, 17;
Τεσπα, πήρα το κλειδί για να κάνω δουλειά. Δεν ήθελα να θυμώσω με τον πατέρα μου, ούτε ειχα κουραγιο να ψάξω ποιος το είπε τελικά αυτό και γιατί. Το προσπέρασα και χωθηκα ως την μύτη μες στην σαβούρα και την βρώμα.


Η μητέρα μου τον τελευταίο καιρό παραπονιόταν όλο και πιο πολύ για τον πατέρα μου.
Το πόσο δύσκολο ήταν να τον καθαρίζει, οτι εκείνος ετρωγε και μες στην νυχτα υπέφερε, οτι υποψιαζόταν οτι εκανε καπρίτσια όταν την άκουγε να σηκώνεται την νύχτα και βογκαγε επίτηδες, οτι είναι κακός και έχει κακία τελικά και διάφορα.
Δεν μίλαγα.
Ο πατερας μου δεν ήταν ευκολος άνθρωπος. 'Ηταν εγωιστής, ξερόλας, φαφλατάς, κοντόφθαλμος, σκληρός, αχαριστος, μισογύνης και νταής. Ομως το'δειχνε. 'Ηξερες πού βρίσκεσαι μαζί του. Και αραια και που ξεκολλαγε και με έσωζε. Εξελισσόταν, έστω και λίγο.
Και ήταν ευχάριστος στην παρέα, γοητευτικός, διπλωμάτης. Και αγαπούσε το παιδί μου. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο συγχωροχάρτι.Σηκωνόταν κάθε πρωι να το πάει σχολείο ενω ήταν αδύναμος, τότε που δεν ξέραμε ακόμα τι είχε, την έπαιζε. Οσα δεν έκανε μαζί μου τα εκανε με το μικρό.

Η μητέρα μου με κούραζε με το να το παίζει θύμα και ουσιαστικά όλοι να πεφτουν δικά της θύματα. Μου θύμιζε κατι αλιεν αμοιβάδες που κολλάνε στον εγκέφαλο του πιο δυνατού οντος για να κάνουν ο,τι γουστάρουν.
Σαφεστατα και ήταν πολύ δύσκολο για κείνη. Ομως το επέλεξε, το χαραξε. Ας το λουζόταν τώρα.
Αρχισε να μου λέει για νοσοκομείο.
Αγρίεψα. Τώρα θες να τον πας; Τώρα που πια θα πεθάνει; Θα τον στείλεις να πεθάνει εκεί που φοβάται;

Ξέρω οτι αν ο πατερας μου πέθανε τοσο γρήγορα από την ημέρα που αρχισε να παραπονιέται σε μένα είναι γιατί θα του έβγαλε το λάδι και κείνου. Η μανα μου είναι μανούλα να σου λεει και να σου τονίζει ποσο πολύ την κάνεις να υποφέρει. Κι αυτός σίγουρα την τυρρανούσε. Το έκανε χρόνια ο ένας στον άλλον δεν θα το έκανε τώρα που ήταν άρρωστος;
Με το που το πίστεψε η μάνα μου οτι θα πεθάνει, το είδε στα μάτια της. Και αφέθηκε. Είμαι σίγουρη.
Τις πρώτες δυο μέρες τα πράγματα ήταν καλα και ήρεμα, αγωνιουσα με το τι θα γίνει στην κηδεία, το σοι πώς θα την αντιμετωπίσει. Πώς θα την προστατέψω.
Ξέρω οτι δεν μπορώ και κατα βάθος θεωρώ οτι φταιει, αλλά μάνα μου ειναι...

Παλιά ειχαμε ενα ζευγάρι φίλων με τα παιδιά τους. Μεγάλωσα μαζί τους. Και μια μέρα μετα από 20 χρόνια, δεν άντεξαν, αποχωρησαν.
Στα βαφτισια του παιδιού μου, οι γονείς μου μου δήλωσαν οτι αν τους καλέσω δεν θα ερθουν. Αδιαφορησα. "Ας μην έρθετε".
Τελικά δεν ήρθε η άλλη οικογένεια.
Πριν μια εβδομάδα, το ζευγαρι πέρασε από την γειτονιά και έμαθαν για την ασθένεια του πατέρα μου αλλα δεν συνειδητοποίησαν ποσο βαριά ήταν. 'Ηθελαν να χτυπήσουν το κουδούνι, αλλα τελικά δεν το έκαναν. Οταν τους πήρα να τους πω τα νέα, η στεναχωρια τους με συγκίνησε.

Το είπα στην μητέρα μου η οποία εσπευσε να μου ζητήσει το τηλέφωνο τους. Βρήκα μια πρόφαση να μην της το δώσω. Ξερω οτι οι άνθρωποι δεν την θέλουν. Οχι με κακια και μίσος, απλά όπως όλοι όσοι ενιωσαν προδομένοι και χρησιμοποιημένοι, την θέλουν σε απόσταση. Και αν θελουν να ερθουν στην κηδεία, το θέλουν για τον μπαμπά, όχι για κείνη.
Πήρα το ζευγαρι και πέτυχα την γυναίκα και της είπα οτι δεν μπορώ να το αποφυγω, θα πρέπει να δώσω το τηλέφωνο τους. Της έδωσα το κινητό της μάνας μου για να το δει στην αναγνώριση και να μην το σηκώσει αν δεν θέλει. Και δεν ήθελε.

Μια μικρή παρένθεση. Πριν χρόνια, η μητέρα μου πήρε την κόρη αυτης της γυναικας τηλέφωνο και απο το πουθενά (τα παιδιά της ήταν 6 χρόνια πιο μικρά από μενα, σαν μικρά μου αδελφάκια...η μανα μου δεν ειχε καμία σχεση μαζί τους, ποτέ) αρχισε να της λέει οτι η μάνα της (της κοπέλας) μας είχε κλέψει. Με πήρε η "μικρή" φανερα ταραγμένη -ήταν και έγκυος- και μου είπε "Ρε συ, ακόμα και αν τα έκανε αυτά η μαμά μου, δεν θέλω να τα ακούω, και το είπα στην μαμα σου αλλα δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρω πώς να την κόψω, τη σεβομαι, αλλα...".
Πήρα την μάνα μου τηλέφωνο και τα ακουσε ενα χεράκι (μα ειναι δυνατόν να ειναι τοσο βλάμμενη;) και αφού τα αρνηθηκε όλα και μου έβρισε την κοπέλα οτι ειναι ψεύτρα, έληξε εκεί. Απλώς το αναφέρω για να δείξω την παντελή έλλειψη ευθύνης και συνέπειας που υπάρχει στις πράξεις της....Τώρα θελει το τηλεφωνό τους.

Το πρώι η μητέρα μου μου ξαναζήτησε το τηλέφωνο. Οταν την ξαναρώτησα τι το θέλει μου απάντησε με ύφος "Τι σε νοιαζει εσένα;"
Καταλαβα απο το υφάκι της οτι επειδη ήρθαν 5 άνθρωποι να την δουν και της διαβεβαίωσαν οτι θα είναι δίπλα της, πήρε πάλι τον αερα της. Δεν χρειαζοταν να ειναι καλή μαζί μου.
'Μπορεί να μην θέλουν να σου μιλήσουν". της είπα.
"Δεν πειράζει, θα τους εξηγήσω οτι ο μπαμπάς σου δεν ήθελε..."

Αυτό ήταν.

Από κείνη την ώρα που έκανε ενα τσακ και έδιωξε σαν σκουπιδάκι το οτι οι άλλοι ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ, αλλα και το οτι τα έριχνε στον πατέρα μου όλα και μόνο σ αυτόν, ενιωθα να βραζω.
Και έβραζα οταν πήγα στον ψυχολόγο μου, και έβραζα οταν την πήρα...
και έμαθα οτι πετούσε κάποια πράγματα του.


Πριν δυο μέρες έλεγε οτι δεν μπορεί να κοιμηθεί στο σπίτι και τώρα άδειαζε τα συρτάρια του "γιοα να κάνει χώρο"
Ολο το σπίτι ενα μπουρδελοαπόθηκο, ο πατερας μου ειχε μόνο μια συρταριερα και μια μονή ντουλάπα και ΑΥΤΑ την ενοχλόυσαν γιατί της είπα να πάρει τα ρούχα από το 1960 που έχει μαζέψει στο εξοχικό.

Της είπα να περιμένει να τα κάνουμε μαζί, γιατί θελω να είμαι εκεί.

Μου είπε με αυταρχικό τονο οτι δεν θα μου δώσει λογαριασμό ή κατι τέτοιο.
Τα υπόλοιπα δεν τα θυμαμαι.
Φωναζα, μου το κλεισε, άφησα το παιδι στην γειτόνισσα τρεμοντας και πήγα στο σπίτι.
Είχε κλειδωσει την πόρτα. Κοπάνησα την πόρτα και της είπα να ανοιξει. Είχε φωνάξει γειτόνισσα να την "προστατέψει". Λες και με ένοιαζε αν υπήρχε άλλο άτομο.

Μαλώσαμε, πιαστήκαμε στα χερια (σπρώξιμο, τραβηγμα μαλλιού από μεριά μου για να μην την χτυπήσω και εκείνη το γνωστό και 'διακριτικό" χωσιμό νυχιών στην σάρκα μου).
Εβγαλα όλα όσα κραταγα μέσα μου τόσους μήνες.
Οτι τον σκότωσε, οτι δεν εχει καμία τύψη, ότι κατηγορεί τον θείο μου που τουδωσε σουβλάκια, οτι το παιζει διαιτολόγος και κανει εμετούς κρυφά, οτι ήθελε να αποδείξει σε όλους οτι εχει δίκιο και επαιξε με την ζωή του, οτι το παιζει θύμα αλλα τελικά αλλος ήταν το θυμα της, οτι εγω την εχω δει πως φερεται οταν δεν κοιτάει κανείς.
Εγώ φώναζα και απευθυνόμουν σε κείνη, εκείνη απευθυνοταν στην γειτονισσα.
"Είδες πώς κάνει;"
'Είδες τι λέει;"
'Τι ψέυτρα"
"Δεν θέλω να την ξαναδώ"

Της κόπηκε λίγο η μαγκια όταν της είπα οτι μαγνητοφωνησα καποιες ομιλίες.
Καποια στιγμή πηγε να την πιάσει υστερια και γέλασα, γιατί επιτέλους αρχισε να δειχνει το τι κάνει στα σκούρα.
Αλλα μαζεύτηκε.
Και ήθελε να φωνάξει την αστυνομία. Να με πετάξουν από το σπίτι Της.
'Εκανε λάθη. Θα φαινόταν αυτό που βλέπω εγώ τοσα χρόνια.
Η γειτονισσα η οποια ειναι και συμβολαιογράφος της είπε οτι δεν εχει δικαιωμα να με διώξει.
Και οτι πονάω.

Φυσικά και πονάω.
Εχασα τον πατερα μου για να κανει την έξυπνη.
Και δεν εχει την τσίπα να καταλάβει ότι όλοι τον χάσαμε.
Παραπονέθηκε γιατί το σόι δεν ήρθε να την δει.

Νομίζει οτι είναι το ιδιωτικό της πάρτι, οτι όλοι πρέπει να σκύψουν στην τεθλιμμένη χήρα η οποία από προχτες περιμένει όλοι να την προσέξουν να της σταθούν να την πάρουν σπίτι τους κλπ κλπ.
Δεν εχει καταλάβει οτι δεν ειναι πια 4 ετών, μικρή και χαριτωμένη, και οτι ο μόνος που της έκανε τα χατήρια και τα καπρίτσια έφυγε με φριχτούς πόνους μέσα και από τα δικά της χέρια.

"Δεν εχεις δικαίωμα να απαιτείς". μου είπε.
Την κοιταξα.
"Ποιος θα με σταματήσει πια;" της είπα.
"Οσο ζούσε, τον έβαζες μπροστα και δεν μιλούσε κανένας μας- για χάρη του. Μίλαγες εσυ. Τελείωσε τώρα."

"Μην διανοηθείς να πετάξεις τίποτα δικό του πριν περασουν οι μέρες".
Σάββατο πέθανε, γαμώτο. Και ήδη πετάει.
Γύρισε στην γειτόνισσα.
"Για μένα πέθανε, δεν έχω κόρη, δεν θέλω να την ξαναδώ".
Αδιαφόρουσα για ό,τι και να έλεγε. Το ένα ψέμα πίσω από το άλλο, να καλυφθει, να βγει από πάνω.
Η γειτόνισσα με κοίταξε.
"Την αγαπάς την μαμά σου;"
"Η αγαπη κερδίζεται και χανεται" της απάντησα.
"Μα ειναι η μαμά σου" μου είπε.
"Αυτο το πράγμα δεν εχει ίχνος μητρότητας και αγάπης μέσα του" της απάντησα.
Καταλάβαινα οτι δεν χωραγε ο νους της όλα όσα έλεγα, όλα οσα ζουσα.
Για κείνη, η μανα αγαπάει τα παιδιά της.
Πρεπει να κάνω κάποιο λάθος. Δεν εξηγείται αλλιως.

Ζητησα να γίνει τοξικολογική εξέταση. Να μάθω.
Ξέρω οτι του έκανε ουροθεραπεια και το είπα πάνω στα νέυρα μου και το μετάνιωσα. Δεν θέλω να την μπλέξω.
Δεν ξέρω καν αν αυτή η μέθοδος πιανει, αλλα αφού πέθανε, μάλλον δεν πιανει.
"Αυτος τα διαβασε και το ήθελε!" πεταχτηκε φωνάζοντας. Πάλι εκεινη δεν ειχε καμια συμμετοχη και ευθύνη. Μας περναέι για ηλίθιους;
'Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τα ψώνισε;" την ειρωνεύτηκα.
Για λίγο δίστασε.
"Να πάμε στο ψυγείο σου να δούμε τι έχεις εκεί;"

"Να ανοιξω το στόμα μου να πω τι εχουν δει τα μάτια μου εδω μεσα; Γαμω το ψώνιο σου γαμώ!"
Ούρλιαζα. Ολο το συστημα πεποιθήσεων μου ειχε κλονιστει και εκεινη τη στιγμή καταλάβαινα οτι δεν απόρριπτα την εναλλακτική θεραπεία, όποια και να είναι αυτή, αλλά την έπαρση της μάνας μου, την ημιμάθεια της και την επιβολή της. Εκείνη, την κρίση της και την υπαρξή της αποκύρηξα.
"Εσύ επρεπε να πεθάνεις"φώναζα.
Μια εγωκεντρική με πεθαμένη ψυχή, μια βδέλα που ψάχνει ζωντανό οργανισμό να μείνει ζωντανή. Σαν γαγγραινα. Δεν αγάπησε την μάνα της, τις αδελφές της, το παιδί της και τον άντρα της. Θέλει μόνο να ζει καλα, και να εχει τον απόλυτο έλεγχο και λόγο στις ζωές των άλλων, σαν αναγνωριση της υπεροχής της. Νομίζει οτι μπορεί να κοροιδευει όλον τον κόσμο, σαν παιδακι που δεν καταλαβαινει πόσο εξοργιστικά ειναι τα ψέματα που λέει. Φέρεται σαν κακομαθημένη Μπλανς Ντυμπουα και εχει παντα μια κακή κουβέντα για όλους.
Και ο μόνος φανατικός της θαυμαστής και ταυτόχρονα δυναστης (που της έδινε τελειο υλικό να παραπονιέται) μόλις πέθανε.
Η γειτόνισσα ειχε δεσμό με κάποιον, και όταν χώρισε, η μητέρα μου τον έκανε παρέα και του έκανε διαιτα-κρυφά. Της το είπα σήμερα.
"Η φίλη σου προδίδει, και είναι αλλο από αυτό που δείχνει, αυτό κάνει. Νομίζει ότι όλα της επιτρεπονται."
Η γυνάικα δεν αντέδρασε, έχει τα δικά της. 'Ενιωσα άσχημα που την μπλέξαμε.
Ομως δεν μετανιώνω που της το είπα.
"ισως το έκανε για να τον βοηθήσει"
Μα γαμώτο όλοι τυφλόι ειναι;
"Να χαιρεσαι που δεν ήταν κατακοιτος και αβοήθητος τότε".
Ακόμα αντηχουν σταυτιά μου οι τελευταιες κουβεντες του πατερα μου.
'Εχω πρόβλημα με την μαμα σου, δεν μου δίνει φαγητο. Φέρε μου μια σπανακόπιτα πριν έρθει και το καταλαβει."
Δεν πήγα.
Την πίστεψα οταν μου είπε οτι έχει γίνει δύσκολος και περίεργος.
Δεν σκεφτηκα οτι μπορει να την φοβοταν.
Και η σκέψη αυτή με τρελλαίνει. Ν αμην μπορει να κουνηθει να κάνει το παραμικρό και να είναι ερμαιο στα χέρια της.
Κρατιομουν μακρυα αλλά ίσως έτσι δεν ακουγα καθαρά.


Ούτε πώς πέθανε δεν ξέρω.
"Είχε δυο μέρες να πιει νερο".
Και γιατί το μαθαίνω τώρα; Γιατί δεν με πήρε να μου το πει από το πρώτο βράδυ;
"Μόλις πέθανε πήρα την ταδε τηλέφωνο" έλεγε χτες στις μαζεμένες γυνάικες.
Μαλιστα. Πεθανε ο πατερας μου και το πρώτο άτομο στο οποίο τηλεφωνει είναι σε μια φίλη που εχει να την δει 7 χρόνια. Για να μην με 'ενοχλήσει';
Θα τρελλαθώ, Θεε μου!


'Εφυγε με την φίλη της μυξοκλάιγοντας, για τη κηδεία και τι της έλαχε, και πως περνάει γολγοθά... δεν άκουγα... δεν ειχα φωνή και ψήφο, δεν είχα θέση καν σε όλο αυτό, και μες στο μυαλό της, ακόμα πίστευε οτι εχει το προνομιο και το μονοπώλιο στον πόνο.
"Η μαμα του ήταν τοσο καλή μαζί μου στο τηλέφωνο".μονολογούσε πριν δυο μέρες όταν της έλεγα οτι ανησυχω για το σόι.
'Ηταν εδώ πριν μια εβδομάδα και τώρα δεν έρχεται στην κηδεία.
Δεν καταλαβαίνεις γαμώ το φελεκι μου οτι δεν την έφεραν από Θεσσαλονίκη γιατί θα σε σκίσει που πεθανες τον γιο της;
Πόσο βλήμα και ψώνιο να είναι κάποιος;
Και σχολίαζε γιατι δεν ήρθαν να την δουν δυο μέρες τώρα.

Εφυγε και πήγα προς το δωμάτιο τους.

Την έχω ικανη να αλάξει κλειδαριες, έτσι πήρα μια φωτογραφία του πατέρα μου, τις φωτογραφίες της κόρης μου, και έφυγα.

Εκλάψα στο άδειο κρεβατι του με τύψεις που ίσως να υπεφερε μ'αυτα που είδε και να δυσκόλεψα την μεταβασή του.
"Δεν άντεξα άλλο, μπαμπά, συγχώρεσέ με."





Νιωθω οτι τωρα μπορώ να τον κλάψω. Ο θυμός ήταν πιο εύκολος, η λύπη δεν παλεύεται.
Τουλάχιστον ξέσπασα. Και ηρέμησα. Και ντραπηκα λίγο, αλλα είμαι αρκετα διαυγής να καταλάβω από πού προήρθε όλο αυτό. Ενα χρονο τον βλέπω να λιώνει και δεν μπορω να κάνω τίποτα, κατηγορουμαι για "σατανας" και οτι "ξεσηκώνω" το σόι, ή οτι το σόι με δηλητηριάζει και οτι θα με αποκληρωσουν, οτι ειμαι προβληματική και και και τοσα πολλά που με πλήγωναν... 'Ηταν αναμενόμενο να ξεσπασω.
"Ζήτησα να του κάνουν αυτοψία για να μην τολμήσει να πει κανείς τίποτα για μένα" είπε σε κάποια φάση.
Ανόητη εγωιστρια γυναίκα.

Ξέσπασα και λυτρώθηκα από αυτό που με κατατρωγε. Μπορω να ασχοληθώ με τον μπαμπά στην κηδεία.
Τα αδέλφια του όμως;
Η μάνα του; Πότε θα ξεσπάσουν;

Comments

kstinion said…
συγκλονιστικο το κειμενο σου...μπορει να το βρεις παραξενο αλλα η ειλικρινια σου με χτυπαει σε καποια σημεια και καταλαβαινω απολυτα αυτο που περνας με τη μανα σου.συλλυπητιρια για τον πατερα σου και σου ευχομαι να ορθοποδησεις συντομα.φιλια πολλα.
Unknown said…
Λίλη,

Μία πρόταση, με όλο το σεβασμό για τις δύσκολες στιγμές που περνάς. Ίσως θα ήταν καλή ιδέα να έρθεις σε επαφή με το γραφείο κηδειών ώστε να μείνεις για λίγο μονή μαζί με τον πατέρα σου, πριν αρχίσει η κηδεία (το γράφω υποθέτωντας οτι δεν είχες την ευκαιρία να το κάνεις). Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, νομίζω πως τελικά είναι αυτό που θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα.Θεωρώ οτι ο αποχαιρετισμός σας πρέπει να είναι μια αυστηρά προσωπική σου στιγμή (για ευνόητους λόγους). Η κηδεία δεν είναι σε καμία περίπτωση "ιδιωτική" εκδήλωση. Όταν μάλιστα υπάρχουν υποβόσκουσες εντάσεις -σαν αυτές που περιγράφεις- τότε τα πράγματα είναι πιο δύσκολα.
Faidwn said…
Λυπάμαι!
Pink_Fish said…
είσαι ένας πολύ δυνατός άνθρωπος, το ξέρεις? Άλλος θα είχε πέσει κάτω. Δε ξέρω τι άλλο να γράψω, σκέφτομαι πολλά. Εύχομαι να βρεις ηρεμία, νομίζω τη χρειάζεσαι πολύ
Anonymous said…
Αν αυτό είναι μια παρηγοριά,
κανένας μας δεν έχει δικαίωμα να σοκάρεται με τα συναισθήματα κανενός. Ούτε καν ο καθένας για τα δικά του. Μόνο να τα ομολογεί έχει υποχρέωση. Στον εαυτό του κυρίως.
Μάλλον είναι ο μόνος τρόπος κάποτε να λυτρωθεί απ΄αυτά.

Καλημέρα σου