Ενα παραμυθάκι

Κοιτούσε από μακριά το κοπάδι με τις αγελάδες. Οσο και να τους έιχε δώσει κρεατάλευρα, δεν ειχαν παχύνει όσο ήθελε και τώρα είχε φέρει να τους κάνουν ενέσιμη αμοξίλ. Κοιτούσε αυτά τα παελώρια ζώα με τα κέρατα που άνετα θα τον τρυπούσαν με μια κίνηση του κεφαλιού τους. Επρεπε να μένουν αποχαυνωμένα. Τα ταιζε καλαμπόκι και διαφορα άλλα, φτηνά που τ αρρωσταιναν, έτσι κι αλλιώς η χρησιμοτητά τοςυ ειναι όσο ειναι νεαρά τα ζώα.
Μετά, φούντο.
Αραγε τον έβλεπαν; Καταλάβαιναν οτι αυτός όριζε τι τρωνε, πότε τρώνε, και πότε πεθαίνουν; Πώς γεννάνε, αν γεννάνε; Τον ξεχώριζαν;
Ήξεραν, η στην θεά του φαγητού όλα ξεχνιόνταν, γρήγορα; Στην φύση η εύρεση φαγητού δεν είναι εύκολη, κρατά το ζώο σε εγρήγορση...ο κίνδυνος που μπορεί να φανεί από στιγμή σε στιγμή. Ενώ τωρα, τουλάχιστον είχαν εξασφαλισμένη μια συγκεκριμένη περίοδο ζωής. Ασφάλεια.

Το αεροπλάνο του τον περίμενε. Το άλλο κοπάδι, αυτό που έμοιαζε τόσο με αυτό εδώ, είχε νοημοσύνη. Επρεπε να τους χορηγούνται πιο πολλα "οπιούχα". Φάρμακα που αποβλακώνουν, ιστορίες που καθοδηγούν την σκέψη, δεσμά αόρατα που ομως καθηλώνουν .
Αν και τα τελευταία δυο χρόνια δεν κρατούσε πια τα προσχήματα. Ηταν τόσο δέσμιοι, τόσο ανίκανοι να τραφούν και να επιβιώσουν μόνοι τους που δεν θα αναγνώριζαν ενα πραγματικό καρότο ακόμα και αν τους το πέταγε στο κεφάλι. Δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν κεφάλι και να το ήθελαν, γιατί τους ειχε μάθει να υποτασσονται. Οχι σε κείνον, αλλα στις επιθυμίες τους. Δεν ειχαν θέληση, δύναμη, ή ακόμα και την κράση να ζοριστούν.
Τέρμα τα παραμυθάκια, η αλήθεια άρχισε να διαφαίνεται.
Ο πλανήτης τα ειχε φτύσει έτσι κι αλλιώς, υπήρχε άλλος, αλλα αυτοί δεν το ήξεραν. Και γιατί να το μάθουν; Σάμπως θα πήγαιναν; Τους πάσαρε ένα παραμύθι για μηχανή με μόρια καπου εκεί στους πάγους και η μεταφορά των περισσότερων ειχε αρχίσει, φέρνοντας κρας σε τραπεζες και την αντίστροφη μέτρηση.

Είχε λίγο αγχος αν θα προλάβαινε να μαζέψει ό,τι μπορούσε πριν φύγει. Ξεζούμιζε. Το ταιζε το κοπάδι τόσο καιρό, τώρα ήταν ώρα να μην επενδύσει άλλο, να σφάξει, να βγάλει και απο την μύγα ξύγκι.
Στον νέο κόσμο δεν θα άλλαζε τίποτα. Οσοι τα έχουν θα ήταν πραγματικά ελευθεροι. Πάνω από νόμους, με κοπάδια να τα φέρνουν, ένα Μάτριξ πάλι, όπως εδώ.
Υλικό, αναλώσιμο, που θα του έδινε την θέση υπεροχή ανάμεσα στους άλλους.


Ενα μικρό και η μητέρα του ξεμάκρυναν από το κοπάδι.
"Και μαμά οταν μεγαλώσω, τι θα γίνω;"
Εκείνη με υγρα μάτια τράβηξε το βλέμμα της από το παιδί και τον κοιταξε, δεν τον έβλεπε, αλλα ένιωθε την παρουσία του.
"Θα μεγαλώσεις, θα κάνεις ίσως παιδιά, θα κάνεις πράγματα που θες και πράγματα που δεν θες, αλλα πάντα να φροντίζεις να έχεις εσύ την επιλογή της αλυσίδας σου."
"Δεν σε καταλαβαίνω, μαμά. Δεν έχω αλυσίδες."

Η μητέρα κοίταξε τα χέρια της σαν να έβλεπε τυλιγμένες γύρω από τους καρπούς της τις πιο βαριές αλυσίδες του κόσμου, οι οποίες κατέληγαν στο παιδί.
Χαμογέλασε.
"Το ξέρω".
Και αναρωτήθηκε αν θα προλάβαινε το παιδί να καταλάβει τι εννοούσε.
Αν τελείωναν όλα, τουλάχιστον πολλή δυστυχία θα τελείωνε. Παιδια στην Ταυλάνδη, ζώα σε εργαστήρια...Πόνος. Τόσος πόνος.
Κοίταξε τον ήλιο, μύρισε τον αέρα. Ενιωσε ευτυχισμένη, μόνο και μόνο που ένιωσε για λίγο σε αρμονία με τη φύση.
Αυτό ήταν ανάγκη.
Οχι επιθυμία.

Comments

Πάρα πολύ ωραίο κείμενο
Roz said…
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
..το παραπανω αποσπασμα απο σονατα σεληνοφωτος
μου ηρθε στο μυαλο μου..σκεφτηκα να το μοιραστω μαζι σας