Στην φωλιά του κούκου

Δεν έχω πια το κουράγιο ούτε να γράψω, αλλά πρέπει.
Πήγα και σήμερα στο εξοχικό, καθάριζα ποντικοκούραδα από τα ρούχα της μάνας μου, κατουρημένα σεντόνια, βρώμα παντού. Το κρεβάτι τους ειχε χώμα. Βρήκα 8 συσκευες τηλεφώνου στο κουτί τους-αυτές οι απλές. 8.
Τι της κάνει;
Τι της θέλει;
8.
6 τηλεοράσεις, 4 βίντεο. (δεν μετράω αυτά που ειναι στην Αθήνα)
Παντού μπουκάλια με πετρέλαιο γιατί "σε δύο χρόνια δεν θα έχουμε ηλεκτρισμό".
Αράχνες, βρωμιά, πίατα σε εξωτερικές αποθήκες με βαζακια ζάχαρη, αλάτι, φαγώσιμα, μέσα στη βρώμα, βρώμα, βρώμα.
Επλυνα το ψυγείο και ακόμα μυρίζει. Είχε κολλημένο άνηθο στα γυάλινα ραφάκια, λιναρόσπορους κολλημένους με σιρόπια παντού.
Εχω συνηθίσει, έτσι μεγάλωσα. Στα 23 μου κατάλαβα οτι δεν έχουν όλα τα σπίτια κατσαρίδες.
Πήγα στο πατάρι-σοφίτα και μάζεψα βιβλία, χαρτιά, περιοδικα φαγωμένα, κατουρημένα. Τα σκούπισα, τα μάζεψα.
Σύνολο 28 μαυρες σακκούλες γίγας γεμάτες βιβλία.
28
Βιβλία για το σεξ. Πώς, με τι στάση, κάτι τελείως γελοία how to βιβλία σαν αυτά που διαβάζουν οι λιγούρηδες για να ρίξουν καμια γκόμενα. Πώς να κάνετε ερωτα, ο ερωτευμένος άντρα που περιμένει να τον ανακαλύψουν, Ο Τζον Λένον ήταν ένας άγγελος και έφερνε ενα μυνημα ήταν μερικά που με έκαναν να σταυροκοπηθώ. Τα υπόλοιπα ήταν για διατροφή, για διαίτες, για καρκίνο, για AIDS, για πολιομελίτιδα, όλα για το πως "γιατρεύονται". 'Ηθελα να τα πετάξω-για ευνόητους λόγους- αλλα κρατήθηκα.Αμέτρητα βιβλία για την υγεία, γεμάτα θεωρίες, μεθόδους.
28 γιγα σακούλες.
Και είχαμε και τα "Το παιδί δυνάστης", "Πώς να εκπαιδευσετε το παιδί σας" και διάφορα άλλα για μαντζούνια. Βρηκα και ένα δυο για ξορκια, το καλαμπούρισα και συνέχισα να καθαρίζω, να ξεδιαλύνω, να πηγαίνω πράγματα απο δω κι από κεί.
Εξι ώρες σερί.
Πάλι.

Η μητέρα μου την προηγούμενη φορά αντί να πει ευχαριστώ σε όλους που της κουβαλήσαμε καποιες σακκούλες στο σπίτι, άρχισε να κλάψουρίζει οτι την πετάω έξω από το σπίτι και έπρεπε τα (κατουρημένα) βιβλία να παραμείνουν στην (χεσμένη) σοφίτα. Μάταια προσπάθησα να της εξηγήσω οτι έπρεπε να καθαριστέι και δεν έχω χώρο για τα πράγματά μας, δεν την ένοιαζε. Τελικά καταληξε να μου πει να τα πετάξω αν θελω γιατί δεν έχει χώρο.
(Πού να τον βρει; Το σπίτι στην Αθήνα ειναι σε χειρότερη μοίρα του εξοχικού. Αυτο εγινε έτσι τον ένα χρόνο που έμεινε εκεί. Στην Αθήνα μένει 40 χρόνια. Σπίρτο θέλει και τίποτ'άλλο)

Επρεπε όμως να το περιμένω οτι δεν θα περνούσε έτσι απλά.
Πηγαίνοντας κουρασμένη σπίτι της, το αυτοκίνητο του μπαμπά, το αυτοκίνητο που επιδεικτικά μου χάρισε την ημέρα της κηδείας (για τα γενεθλιά μου) μπροστά σε φίλες της, το αυτοκίνητό μου...έλειπε.

Ανέβηκα χωρίς κακές διαθέσεις και την ρώτησα πού είναι.
-Το έδωσα σε έναν πελάτη μου να το πάει συνεργείο.
-Ποιος πελάτης;
-Δεν σου λέω.
(Ε;)
-Πού το πήγε;
-Στη Νέα Σμύρνη.
-Πότε θα το φέρει πίσω;
-Δεν ξέρω.
-Ποιος πελάτης.
-Δεν σου λέω, δεν θα ανακατευτείς σ'αυτο.
Τώρα μετά από τοσες ώρες δουλειάς, δεν είμαι και η πιο υπομονετική άνθρωπος στον κόσμο και ο τρόπος της ήταν επιθετικός και προσβλητικός.
-Οκ, πάρτον τηλέφωνο και ρώτα τον πότε θα έρθει το αυτοκίνητο πίσω.
Αρνήθηκε αλλά είχα αρχισει να φουντώνω και πήρε το κινητό και έκανε οτι κοιτούσε ένα τηλέφωνο και ότι έπαιρνε.
-Δεν τον βρίσκω.
-Πάρε, δεν θα δω το νούμερο, να ακούσω το μπιπ που δεν τον βρίσκεις.
Με εξαγρίωνε το παραμύθι, με εξαγρίωνε η υποκρισία, το οτι το πήρε χωρίς να με ρωτήσει και της το είπα άλλωστε.
-Δεν είναι δικό σου, ειναι στο όνομά μου, δεν έκανα την μεταβίβαση. Εμένα θα τρέχουν αν γίναι κάτι.
Ουάου. Ούτε μια σκέψη ως προς το "κάτι" μάλλον θα τρόμαζα η θα χτύπαγα. Αλλά κυρίως, με περνούσε για ηλίθια; Θα οδηγούσα χωρίς δίπλωμα;
Δεν κάθισα να μπω σε αντιπαράθεση για οτι έπαιρνε το αμάξι πίσω, και πώς θα πήγαινα το παιδί στο σχολείο το χειμώνα, δεν μπήκα καν στην διαδικασία.
-Λες ψέματα, της είπα. Πού ειναι το αμάξι;
Ουρλιαζε, ούρλιαζα. Εκείνη δεν ξέρω γιατί, εγώ όχι για το αμάξι αλλά γιατί δεν το αντέχω τόσο ψέμα.
Το μπούχτησα. Με κείνη, με τους γκόμενους, με τον πρώην μου, δεν αντέχω άλλο, Φτανει!
-Καλά, θα σου πώ την αλήθεια. Το πήγα παραπέρα γιατι οι γείτονες ήθελαν την θέση και παραπονέθηκαν.(ευτυχώς που λέει την αλήθεια δηλαδή)
-Τι μαλακίες ακούω πάλι; Ποιος παραπονέθηκε; Με ποιο δικαίωμα; Και πού το πήγες; Πώς το πήγες;
-Είναι ακριβώς απέναντι από το ....
-Αυτό ειναι στου διαόλου την μάνα. Το έβγαλες από δω που ήταν μπροστά στο σπίτι και το πήγες στο διάολο; Ποια η λογική;
Πήγα προς την πόρτα.
-Αν πάω και δεν είναι εκεί, με την κούραση που εχω, ξερεις τι έχει να γίνει οταν έρθω;
-Ξέρω. Θέλεις να με σκοτώσεις.
Την κοίταξα. Το εννοούσε. Δεν είμαστε καλά.
Πήρα το κλειδί από την πόρτα.
Φοβόμουν οτι ήθελε να με ξαποστείλει και να κλειδωσει. Δεν είχα ενεργεια για καβγάδες όλο το βράδυ. Μου άρπαξε το χέρι και άρχισε να χώνει τα νύχια της στο κρέας μου.
Πέισμωσα.
-Κάνε μου σημάδια, αυτό θέλω.
Αμέσως μαζεύτηκε. Αρα οι νυχίες ήταν συνείδητές, είχε έλεγχο. 'Αρχισε να μου γυρνάει τα δάχτυλα. Της έιπα οτι αν καταφέρει να μου τα σπάσει, θα δυσκολευτόταν να το εξηγήσει.
Χαλάρωσε για λίγο και άρχισε να ουρλίαζει.
Οπως φωνάζει κάποιος που τον δέρνουν. Αυτή η στριγγλιά που βγάζεις όταν καποιος πάει να σε σκοτώσει. Ψευτικο. Καθόμουν στην θέση μου και δεν έκανα τίποτα, πέρα από το νά πονάω απ αυτό που έκανε. Δεν καταλαβαινα.
-Μου στραμπούληξες το πόδι την προηγούμενη φορά. Πάντα με χτυπάς!
Ε; Μα τι λέει; Αφού είμαστε μονο οι δυο μας τώρα.
Και μετα ειδα την ανοιχτή πόρτα.
Ακουγόμασταν.
Φούντωσα.
-Συνέχισε έτσι, της είπα, και θα σε κλείσω μέσα.
Για πότε κόπηκε η φωνή και γύρισε και με κοίταξε με απίστευτο μίσος, ήταν σοκαρίστικό.
Αλλά χτύπησα νεύρο.
-Οταν βγει η τοξικολογική να ευχεσαι να μην βρεθεί τίποτα, πρόσθεσα.
Από τη ματιά της κατάλαβα οτι κατι του χε δώσει.
Κάτι άκακο πιθανόν, αλλά μπορεί και όχι.
Δεν έιχα σκοπό να της δημιουργήσω πρόβλημα, μάνα μου είναι. Αλλά όταν μου φέρεται έτσι, τρελάινομαι και πανω στα νεύρα μου της λέω διάφορα.

Πήγα και βρήκα το αμάξι.
Και τότε κατάλαβα. Γειτονες και μαλακίες.
Από μένα το έκρυψε. Γιατί ήταν ανασφάλιστο και της είχα πεί οτι κανόνιζα να το πάω με φίλο στο εξοχικό.
Δεν μου είπε τίποτα όταν της το είπα. Δεν το συζήτησε.
Παρά το πήρε, και το εκρυψε, λες και έχει να κάνει με κανένα παιδάκι.

Πήγα στο σπίτι πάλι.
Ζήτησα το έξτρα κλειδί του αυτοκινήτου. Και τα χαρτιά του.
-Να πληρώσεις εσύ την μεταβίβαση! μου φώναξε.
Μάλιστα, μετά το ρέυμα του εξοχικού-στο οποίο δεν μένω ακόμα- πρέπει να πληρώσω την μεταβίβαση. Δεν ξέρω αν το ανέφερα σε αλλο πόστ, αλλα πριν λίγες μέρες έιχε γίνει ο εξής διάλογος(στο περίπου), με αφορμή το ρεύμα.
-Δεν έχω χρήματα ρε μαμα να το πληρώσω, εχω να κάνω μετακόμιση με μόνο 350 ευρω και πρέπει και να ζήσουμε, δεν δουλεύω.
-Και γω δεν έχω λεφτά (700 με 900 παίρνει, καρατσεκαρισμένο)
-Ε, δεν χρειάζεται να παίρνεις μάγκο και αβοκάντο γι να τρως καθε μέρα και δεν χρειάζεται να πηγαίνεις για καφέ στην καφετέρια ΚΑΘΕ μέρα. Κάνε λίγο οικονομία.
-Δεν θα μου πεις εσύ, δεν θα κλειστω μεσα.

Ξαναγυρνάω στο σημέρινο.
-Δεν σου έχω εμπιστοσύνη με το αμάξι ανασφάλιστο! φώναζε.
-Καταλαβαίνεις οτι ξεπερνάς τα όρια και ο τρόπος σου ειναι ελλεεινός; Μιλάς εσύ για εμπιστοσύνη με όλα αυτά τα ψέματα;
-Έχω κάθε δικαίωμα να σου πω ότι θέλω και όσα ψέματα θέλω.
(Ελεος)
-Και όπως βλέπεις, κάνεις και πάλι ενα μεγάλο λάθος.
Χτύπησε το κίνητο της. 'Αρχισε το κλαψουρισμα.
-Ε, καλά είμαι (σνιφ).
Ξαφνικά της έτρεχε η μύτη. Με κοίταξε.
-Τι θες εσύ; Γιατί δεν φέυγεις; με ρώτησε.
-Λέω να γλιτώσω το θάψιμο για σήμερα, της απάντησα.
-Κι εσύ λες παντού για μένα.
-Με την διαφορά οτι εγώ δεν επιννοώ τίποτα.
Οποιος και να ήταν στο τηλέφωνο, το έκλεισε. Αν είναι φίλος ή φίλη της, έτσι κι αλλιώς, είμαι το "τέρας".

Μου έκανε κατι εντύπωση.
Κατα διαστηματα την έπιανε κρίση κλαψουρίσματος ή υστερίας, στην φαση του κλάψουρίσματος φώναζε την μάνα της.
-Μαμά μου, μαμά μου.
Την ίδια μάνα που την άφησε να σαπίσει πάνω από 1ο χρόνια σε οίκο ευγηρίας χωρίς να πάει μια φορά να την δει.

Το θέμα ειναι ότι κάποιος που δεν την ξέρει, το χάβει. Εγώ το χω δει το εργο τόσες φορές που δεν πείθομαι πια, δεν βλέπω την μάσκα. Δείχνει τόσο γλυκιά, τόσο απροστατευτη, δεν ξέρει ο άλλος τι σκατοχαρακτήρα και τι πείσμα κρύβει, ποσο σάπια είναι αν δεν γίνεται το δικό της.
Και πόσο δεν σέβετεια κανεναν και τίποτα.
40 χρονών γυναίκα και μου φέρεται λές και είμαι 5χρονο.
Εκδικιόταν για τα βιβλία της, γιατί δεν ήθελα να ζω σε μια "αποθήκη", γιατί την απομάκρυνα, με την συμπεριφορά της.
-Με πέτας έξω, με γεμισες με τα βιβλία που ουσιαστηκά "έχτισαν" το εξοχικό.
-Τα βιβλία αυτά, σκότωσαν τον μπαμπά γιατί την είδες γιατρός με σύνδρομο Θεού χωρίς να είσαι γαμώ το κέρατό μου! Σκάσε πια!

-Λυπάμαι για το παιδί σου.
Εκεί ομολογώ οτι συγκρατήθηκα με κόπο.
Ετσι κι αλλιώς ξεγραμμενο τό'χω, συνέχισε.
-Δεν αγαπας κανέναν, της είπα.
Την μάνα του άντρα σου την πήρες κάνενα τηλέφωνο;
-Ωω σταμάτα πια με ζάλισες.
-Νομίζεις ακόμα οτι μπορείς να φέρεσαι άσχημα σε όποιον θες, αλλά ο μπαμπάς ήταν υπαίτιος ουσιαστικά γι αυτό. Σου επέτρεψε να πλήγωσεις και να διώξεις όλους τους φίλους μας, σου επέτρεπε να νομίζεις οτι είσαι κάτι πιο σημαντικό απ'ότι είσαι. Μια γρια γυναίκα είσαι, ποια νομίζεις οτι είσαι αλήθεια;
Με κόιταξε και τα μάτια της έβγαζαν φωτιες.
Την έτσουξε.
(Μην ξεχνάμε τις κρέμες της στο ψυγείο που έκανε ολόκληρο ζήτημα να της πάρει)

-Δεν θέλω να έχουμε επαφές, μου είπε.
-Δεν έχουμε επαφές εδώ και δεκαετίες, της είπα. Εσύ την επαφή αλλιώς την αντιλαμβάνεσαι.
Οπως η βδέλα.

'Εφυγα, τελείως χώμα.
Κάτω με περίμενε ένας φίλος που έκανε τον χαμάλη και τον ταξιτζή και ποτέ δεν του είπε ένα ευχαριστω....και το παιδί.
-Ακουγόσασταν μέχρι κατω. Οχι λόγια, ουρλιαχτά.
-Εκείνη ακουγόταν, του είπα, εγώ λίγες φορές φώναξα.
Ο φίλος μου ήταν σοκαρισμένος. Τι να του πω; Τι να του εξηγήσω;
Η μικρή με κοίταξε.
Την έχω προετοιμάσει λίγο αλλά παιδί είναι, πόσα να της πω και τι να της πω και τι να μην της πω;
-Μαμά σε χτύπησε;
-Προσπάθησε.
Χαμογέλασα.
-Δεν τα κατάφερε όμως, η μαμά σου ειναι δυνατή.
-Εσύ την χτύπησες; (να το παλι)
-Οχι μωρό μου, σου το έχω ξαναπει, δεν την έχω χτυπήσει, την έχω ταρακουνήσει, πρεπει καποια στιγμή να με πιστέψεις, εντάξει;
-Θα δω Ντιβιντι πριν κοιμηθώ;
(και μ'αυτήν την ερώτηση άλλαξαμε θέμα και την γλίτωσα)

'Ημουν σκεφτική.
Ηξερα από την προηγούμενη φορά οτι κάτι δεν πήγαινε καλά, με είχε κοιτάξει εχθρικά και ειχα σοκαριστεί. Οχι για την τσατίλα που της έβγαζα τα βιβλία από τις ποντικοσκατούλες, αλλα για το βλέμμα. Ηταν κακό.

Χτες με πήρε ενας παλιός φίλος τους που αργότερα έγινε και δικός μου.
"Ρε συ Λίλι, από μικρή σε ζήλευε"
Σοκαρίστηκα.
Γιατί; 'Ελα μου ντε.
-'Πες μου ενα παράδειγμα να καταλάβω.
-Δεν θυμάμαι, αλλα όλο σου φώναζε, ειδικά οταν ήσουν με τον πατερα σου, και γενικά αυτό ειχα καταλάβει.
Δεν ξέρω, δεν το βλέπω.
Δεν νομίζω οτι είναι τόσο προσωπικο. Νομίζω έχει να κάνει με το ψώνιο της και το γεγονός οτι δεν έσκυβα κεφάλι στο "μεγαλείο της" και στις "διαταγές της".
Πώς να σκύψω κεφάλι όμως, πώς να σεβαστω, πώς να αγαπήσω στην τελική, έναν άνθρωπο που δεν μου στάθηκε, με χρησιμοπόιησε, με παραγκώνισε, με εξευτέλισε και δεν με προστάτευσε; Που μου μαθε την δυσπιστία, την τρέλα, την βία και την ανασφάλεια;


Είναι άξιο απορίας μετά οι επιλογές μου στους άντρες που είναι ψεύτες, υποκριτές, επαγγελματίες θύματα και εγωιστές;
Πού θρέφονται απο το ίδιο τους το παραμύθι;

Γιατί εχω και αλλο μέτωπο, μην ξεχνιόμαστε...
ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΣΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΜΟΥ!










Comments

gsatelite said…
Πω-πω..εχεις περασει απεναντι ,ετσι;..πολυ πικρα βρε παιδι...αλλα με τετοιους ανθρωπους διπλα σου..
Υπομονη βρε,τι αλλο να πω..
...Αν ποτε παντως χρειαστεις χερι βοηθειας ξερεις που θα με βρεις,ε;
vasvoe said…
"Ρε συ Λίλι, από μικρή σε ζήλευε"
δεν μου φαίνεται καθόλου απίθανο. έχω καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα άποψη εδώ και χρόνια, και δεν είναι από ματαιοδοξία.

σοκαριστικό... το καταλαβαίνω για τον περισσότερο κόσμο που είναι εκτός αυτής της πραγματικότητας.

μάκια

Popular Posts