sandrine nomvrios 11 2006

Ξυπνησε και το πρωτο πραγμα που σκεφτηκε ηταν οτι δεν ηθελε να ξυπνησει. Οπως καθε φορα που ανοιγ τα ματια της, δεν υποδεχοταν με ευχαριστηση την πραγματικοτητα.
Τα ξαναεκλεισε.
"Ειμαι πολυ κουρασμενη, πολυ μεγαλη για να συνεχισω αυτην την ζωη".
Την επιασε μελαγχολια.
Ανοιξε τα ματια, ο ηλιος ειχε δυσει.
Ποσο καιρο ειχε να δει τον ηλιο;
Το διαμερισμα μυριζε παλιο ξυλο απο το παρκε και το μικρο μονο κρεβατι της. Τα ρουχα της πεταμενα στην καρεκλα.
Απο τις γριλιες εβλεπε τον μαυρο μπλε ουρανο και ακουγε την κινηση.
"ειμαι κουρασμενη" σκεφτηκε.
"Η ψυχη μου ειναι κουρασμενη".
Σκεφτηκε ποσο θα της αρεσε να κατσει στο κρεβατι, τυλιγμενη σε μια ρομπα με την σομπα κοντα, να δει τηλεοραση, να χαζεψει.
Σκεφτηκε οτι καποτε το εκανε αυτο. Οταν τα δυο παιδια της κουρνιαζανε στα ποδια της και της ζητουσανε να τους πει ενα παραμυθι. Αλλα δεν ειχε χρονο.
Επρεπε να να δουλεψει, επρεπε να διασκεδασει, επρεπε να ζησει.
Και εχασε τις περισσοτερες στιγμες, αφηνοντας μες το μυαλο της μονο 1-2 ξεθωριασμενες αμυδρες αναμνησεις.
Ποσο θα ηθελε να ηταν εδω τωρα η Ιζαμπελ, η ο Ζυστεν.
Πεταξε τα σκεπασματα απο πανω της.
Τουρτουρισε απο το κρυο. Κοιταξε τα χοντρα λευκα μπουτια της με απαθεια.
Φορεσε την μπλουζα της και την φουστα.
Εστρωσε με το χερι της τα αχυρενια αγρια μαλλια, και εβαλε κραγιον στον καθρεφτη.
Φορεσε τα παπουτσια της, πηρε την τσαντα της και κατεβηκε στην εισοδο του σπιτιου της.
Ενας νεαρος στα 20 περνουσε κοιταζοντας.
"Τι ομορφος" σκεφτηκε και τον κοιταξε με νοημα.
Εκεινος την κοιταξε σοκαρισμενος και εβαλε τα γελια με τον φιλο του.
Αναρωτηθηκε αν ειχε κατι πανω της. Κοιταχτηκε στην βιτρινα του διπλανου φουρνου, αλλα δεν ειδε τιποτα το αξιοπεριεργο.
"Την ειδες την γριεντζω?"
Α, ναι,....αυτο.
Ηταν γρια πια, το εξω της δεν συμβαδιζε με τις επιθυμιες και τις προσδοκιες της. Καποτε ο νεαρος αυτος θα ελιωνε απο ποθο για κεινη και θα αναζητουσε τα ματια της μες στο σκοταδι καθως θα την ειχε αγκαλια, καθως θα την ενιωθε δικη του.
Ηξερε οτι μπορουσε να εχει οποιον ηθελε.
Και ποσο ειχε αγαπησει και ποσο ακομα μπορουσε να αγαπησει.
Καποτε, θα μπορουσε να το εβλεπε αυτος, τι υπηρχε πραγματικα, απο μεσα.
Μονο που οταν κανεις ερωτα ποθεις το σαρκινο περιβλημα, την λεια επιδερμιδα, το σφιχτο νεανικο κορμι, τα γεματα χειλη που φουσκωνουν απο το αιμα που χτυπα ζεστο, καυτο...

"Ποσο παει;"
Μια φωνη την εβγαλε απο τις σκεψεις της.
Γυρισε και ειδε εναν κοντο, χοντρο, καραφλο τυπο που ιδρωνε πολυ.
"20" του ειπε
"20" παιρνουν οι πιτσιρικες, "ηρθα σε σενα γιατι δεν θελω να δωσω πανω απο δεκα. τα θες η δεν τα θες;"
Τα ηθελε.
Η πελατεια της ηταν πλεον λιγοστη,αξιολυπητο γεγονος ηταν οτι περνουσαν μερες που την εβγαζε μονο με ψωμι και λιγο γαλα. Ευτυχως που ειχε αγορασει το δωματιακι στα νιατα της κει της ειχε μεινει η στεγη.
Προσπαθησε να βρει και το πρωι δουλεια, να καθαρισει σκαλες, αλλα ουτε γιαυτο δεν την προσλαβανε. Ηταν πια πολυ μεγαλη, και πολυ, μα τοσο κουρασμενη.

Ο τυπος την τραβηξε στο σοκακι και κατεβασε το παντελονι του.
Εκεινη γονατισε με κοπο στο υγρο πεζοδρομιο.
Τα γονατα της πονουσαν...ανοιξε το στομα και ενιωσε το μαλακο πεος να μεγαλωνει στο στομα της. Μυριζε ουρα, αλλα πλεον δεν την ενοχλουσε πια τιποτα.
Απο μια αποψη χαρηκε που δεν ηθελε να την πηδηξει, μετα την εμμηνοπαυση καθε επαφη, της ηταν επιπονη και "τραχια".
Και με την πιπα θα τελειωνε πιο γρηγορα.

Οταν σηκωθηκε της πεταξε τα λεφτα κατω.
"παρ'τα γρια χοντρελω, πουτανα" και γελασε.
Ηθελε να τον χαστουκισει, να του κατεβασει το κοροιδευτικο γελιο απο το αντιπαθητικο γουρουνισιο προσωπακι του, αλλα αντι γιαυτο εσκυψε και πηρε τα λεφτα.


Το πρωι οταν ο φουρνος ανοιξε, μπηκε ταυτοχρονα με μια μητερα που πηγαινε τα παιδια της σχολειο. Το βλεμμα της και η αποστροφη της την σοκαραν.
Εκεινη ξεχνουσε παντα το πως την βλεπουν οι αλλοι. Για κεινη ηταν ο εαυτος της. Ο ιδιος εαυτος της που επαιζε με κουκλες στην αυλη του σπιτιου της, ο ιδιος εαυτος της που ερωτευτηκε, γεννησε, αγαπησε, δουλεψε,...
Η ιδια. Πιο κουρασμενη.
Αλλα γρια.
Παραπεταμενη, ξεχασμενη, πολιτης τριτης κατηγοριας, χωρις χρησιμοτητα, χωρις φωνη, χωρις δικαιωμα στην ζωη.
Και πουτανα.
Χωρις ψυχη θαρρεις.


Αγορασε ενα κρουασαν, -μια πολυτελεια-, και περπατησε μεχρι τις οχθες του σηκουανα.
Καθησε στα σκαλακια και αρχισε να τρωει μπουκια μπουκια το κρουασαν της.
Ηταν παλι 10 χρονων, ηταν παλι 18 χρονων, ηταν παλι 30 χρονων.
Ηταν ο εαυτος της.
η πουτανα ηταν μια δουλεια.
Οχι μια ταυτοτητα.
Αλλα οπως και το γρια, οι αλλοι δεν την αφηνανε στιγμη να το ξεχασει, ετσι προτιμουσε να μενει μονη της, για να ειναι ο εαυτος της. Αυτη.
Ο ηλιος ειχε πια σηκωθει στον οριζοντα.
Μαζεψε τα πραγματα της απο κατω και ξεκινησε για το σπιτι της.
"Δεν ειναι ζωη αυτη, περιμενω απλα να πεθανω" σκεφτηκε και ενιωσε κουρασμενη.

Δεν την κουραζε η ζωη που εκανε, την ειχε τσακισει η ζωη η ιδια.
Η παροδος της ζωντανιας, των προνομιων, οι δυσκολιες, οι αλλοι.
Ανοιξε την πορτα, ταισε το σκυλι που ηρθε να την υποδεχτει.
Επλυνε τα δοντια της.

Ξαπλωσε. Της αρεσε που προλαβε τον ηλιο αυτην την φορα.
Παντα περιμενε να χαραξει για να κοιμηθει, την τρομαζε το σκοταδι οσο αστειο και αν φαινοταν. Της ελειπε η μανα της, να κουρνιασει στο στηθος της και να μυρισει αυτην την μυρωδια λεβαντας και ναφθαλινης που ειχαν τα ρουχα της, ανακατες με μυρωδιες οπως κανελα, κρεμμυδι, τσουρεκι.
"μανα μου, μανα μου" ψιθυρησε και εκλεισε τα ματια ενω ενα δακρυ σχηματιστηκε στην ακρη του ματιου της.
Δεν υπηρχε γυρισμος, δεν υπηρχε τροπος.

Και αυτη η απορριψη, αυτη η μοναξια...
Μαζεψε το μαξιλαρι διπλα της, και το αγκαλιασε.
Ετσι ηταν και το κορμακι του Ζυστεν τα πρωτα χρονια που κοιμοταν στο κρεβατι τους.
Η ιζαμπελ ειχε παει γρηγορα στο δικο της.
Αλλα ο ζυστεν παντα τρυπωνε και χωνωταν διπλα της, και το πρωι την ξυπνουσε με φιλια.
Εκεινα τα ηλιολουστα πρωινα.

Την πηρε ετσι ο υπνος, με ενα δακρυ και ενα χαμογελο στα χειλη.
Ο υπνος της ηταν η ζωη της και η ζωη της το κακο ονειρο που θα περνουσε...καποια στιγμη.

Comments

Popular Posts