Ενας γαμος

Ξαπλωμένη στο σκοτάδι με κλειστά τα μάτια, έσφιξε πάνω της το μαξιλάρι. ’Ήθελε να σφίξει εκείνον, να νιώσει το σώμα του πάνω στο δικό της, να ακούσει την ανάσα του να γίνεται πιο βαριά στην επαφή με το κορμί της, αλλά ήξερε ότι αν τον πλησίαζε, θα την φιλούσε αφηρημένα, βεβιασμένα και θα γυρνούσε από την άλλη.
Πόσο ήθελε να περάσει η περίοδος της απομυθοποίησης!
Να τελειώνει με τις απογοητεύσεις του.
Ναι, ήταν φωνακλου.
Ναι το στήθος της δεν ήταν στητό.
Ναι ήταν αυταρχική.
Ναι σε όλα.
Αλλά ήταν και γλυκεία, και υπομονετική. ’Ήθελε να είναι ευτυχισμένος. Ήθελε να νιώθει ελεύθερος, ήθελε να τον καταλάβει.
‘Ήθελε όσο τίποτα ΄να τελειώνει με την κριτική και τη απόρριψη, την επανάσταση και να καταλήξει επιτέλους.
Ναι, μπορεί το όνειρο και το απωθημένο να μην ήταν ότι είχε εκείνος ονειρευτεί, αλλά κάποια στιγμή θα την έβλεπε, δεν μπορεί.
Ούτε τέλεια, ούτε θεά, αλλά ούτε μικρόψυχη και κακιά.
Η ψυχή της μάτωνε κάθε φορά που την κατηγορούσε, είτε για πονηριά είτε για εγωισμό.
Τρελαινότανε όταν αυτός κλεινότανε στον εαυτό του και της έριχνε αδιάφορα βλέμματα, σαν να ήταν ξένη.
‘Όταν ‘έκλαίγε και την διαβεβαίωνε βαριεστημένα, ότι ήταν ότι καλύτερο στη ζωή του και ότι ήταν ευτυχισμένος.
Τότε γιατί δεν χαμογελούσε ποτέ;
Γιατί έπεφτε στο κρεβάτι χωρίς να την κοιτάξει, να την αγκαλιάσει;
Πόσες φορές δεν ευχήθηκε να βρεθεί κάποιος στην ζωή της, έτσι, για να μάθει να παραμελεί την γυναίκα του.
Μόλις όμως σκεφτόταν το πρόσωπο του και τον πόνο του στην θέα της προδοσίας της, η καρδιά της μάτωνε.
Δεν θα μπορούσε ποτέ να του το κάνει αυτό.

‘Έλεγε ότι τη αγαπούσε.
‘Όμως ότι και να του έλεγε, έφερνε αντιρρήσεις ή ήταν εχθρικός και ανταγωνιστικός, η υπερβολικά ήσυχος.
Προσπαθούσε συνέχεια να βρει σημείο επαφής.
Είτε με χάδια, είτε με πράξεις, του έδειχνε πόσο σημαντικός ήταν γι αυτήν, αλλά ήταν σαν να μην το έβλεπε, σαν να κυριαρχούσε ένας φόβος μην τον κάνει ότι θέλει εκείνη, σαν από μεριά του, εκείνη να μην ήταν γυναίκα του αλλά μια ξένη.
Αναστέναξε. Η καρδιά της ήταν βαριά και μελαγχολική.
Γύρισε από την ‘άλλη. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Το σώμα της τον ζήταγε.
Τον ήθελε.

Σηκώθηκε.
Περπάτησε μες το σκοτάδι μέχρι το παιδικό δωμάτιο.
Τον κοίταξε.
Δεν ήταν πια ο τέλειος πρίγκιπας της.
Της είχε πει τόσα ψέματα , την είχε απογοητεύσει τόσες φορές…Ήταν γεμάτος αδυναμίες…Χυδαίος, ψεύτης…τωρα το ήξερε καλά ότι πότε δεν θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Ανατρίχιασε στη σκέψη του πόσες ευκαιρίες του είχε δώσει, ελπίζοντας πάντα ότι κατά βάθος, όλα ήταν ΄συγκυρίες και λάθη, ότι κατά βάθος την εμπιστευόταν αρκετα, την αγαπούσε αρκετα και την ένιωθε κοντά του…Πόσες φορες εκμεταλλεύτηκε αυτην της την ανάγκη…Ένιωσε τον θυμο να φουντώνει μέσα της.
Τον έπνιξε γρήγορα.
Οι καβγάδες δεν όδηγουν πουθενα σε αυτό το σπίτι, παρα χειρότερεύουν τα πράγματα.
Μπορει να έλεγε ψεμματα και να το ξέρανε και οι δυο, αλλά δεν επιτρεπότανε να το πουμε. Ακομα καλύτερα…τα βαφτίζαμε λάθη. Καμιά φορά, ξαναγράφαμε την ιστορια…Ανατρίχιασε.
Τον κοιταξε.
Κιόμως δεν είναι ο τρομάκτικος, βίαιος συζυγος.
Ίσα ίσα ειχε μια τρυφερότητα και μια γενναιοδωρία που λάτρευε.
Μια ευαισθησία μικρού παιδιου.
Και δυστυχως όταν θιγόταν, μουλάρωνε σαν χαιδεμένο παιδι και ένιωθε την αποσταση μεταξύ τους να μεγαλώνει, και τα βράδια να περνάνε…σαν το σημερινό.
Πόσο ακόμα;
Δεν ήξερε τι γινόταν στο κεφάλι του,…αλλά είχε ακόμα διάθεση να μάθει.

Δεν ήταν τόσο όμορφος όσο όταν τον είχε γνωρίσει, αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου.
Δεν την ένοιαζε που είχε πιο λεπτά μπράτσα, δεν την ένοιαζε που έχανε τα μαλλιά του.
Αυτή που τρελαινότανε να βάζει τα δάχτυλα της στις μπούκλες των εκάστοτε
εραστών της…
«πόσο άλλαξα» σκέφτηκε.
Ήθελε να ξαπλώσει δίπλα του και να του πει ότι είναι η ζωή της. ‘Ότι της λείπει.
Ότι δεν την νοιάζει κι αν είναι ο Χίτλερ ο ίδιος, η το πιο χυδαιο φαλλοκρατικο γουρούνι. « Σ΄ αγαπάω».
‘Ότι θέλει να βρούνε τρόπο να λειτουργήσει όλο αυτό.
Ότι τον θέλει.
‘Ότι τον αγαπάει.

Τρεμάμένη από φόβο, γλίστρησε στο κρεβάτι δίπλα του και άρχισε να τον φιλάει.
Φοβότανε ότι ανά πάσα στιγμή θα ξύπναγε και θα τις έλεγε
«άσε με να κοιμηθώ».
Ξύπνησε λίγο, ίσα για να της γυρίσει την πλάτη.
‘Έμεινε να κοιτάει το είδωλο της στον απέναντι καθρέφτη.
Είσαι δειλή.
Είσαι δειλή, είπε στον εαυτό της.
‘Ήξερε ότι αν ηταν οποιοσδήποτε άλλος, δεν θα δίσταζε στιγμή.
Θα τον ξύπναγε, σίγουρη για το γεγονός ότι την θέλει κι ότι θα ήταν μια ευχάριστή έκπληξη.
Αλλά τώρα…;

Θυμήθηκε την τελευταία φορά που πήρε πρωτοβουλία και ανατρίχιασε.
Την είχε απορρίψει και μάλιστα με πολύ άσχημο τρόπο.
Ήθελε να το ξεχάσει.

Τον κοίταξε πάλι.
Είχε ένα βάρος στο στήθος.
Πώς να του δείξω ότι τον αγαπάω;
Πότε θα με δει πραγματικά για αυτή που είμαι;

‘Έσκυψε στο αυτί του και του ψιθύρισε.
«Σ’αγαπάω."
Είσαι για μένα όλη μου η ζωή, ο άνθρωπος μου.
Δεν υπάρχει κανένας άλλος πέρα από σένα.
Σε παρακαλώ.
Σταμάτα να είσαι τόσο θυμωμένος.
Σε παρακαλώ.
Αφού με αγαπάς…αγάπα με»

Σκούπισε ένα δάκρυ και ξάπλωσε.
Πήρε το μαξιλάρι αγκαλιά κα αποκοιμήθηκε μιλώντας στον άντρα της, με την
πεποίθηση ότι οι ψυχές τους θα συναντιόνταν το βράδυ.
‘Σύνελθε αγάπη μου…δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξω»
ψιθύρισε και αποκοιμήθηκε..

Ήξερε όμως ότι θα άντεχε.
Όσο χρειαζότανε.
Δεν έφυγε στο πρώτο ψέμα γιατί δεν ήξερε.
Δεν έφυγε στο 100ο, γιατί ήξερε.
Δεν έφυγε στα καπρίτσια του, στα μούτρα του, στις μούχλες του και στην ανωριμότητα του.
Δεν έφυγε όταν την πλήγωσε, όταν της θύμωσε, όταν της έκανε μούτρα και όταν την
πρόσβαλλε.
Την τρέλαινε το θράσος του και η ανάγκη του να είναι ο «άντρας του σπιτιού» χωρίς όμως να παίρνει καμία ευθύνη. Χωρις να αναλαμβανει καμια υποχρεωση.
Και πεφτανε όλα στην πλατη της και την μισουσε και γι αυτό.
Ήθελε να τον σκοτώσει κάθε φορά που ήταν έτοιμος να πιστέψει τα χειρότερα για κείνη. Σαν να ήταν εχθρός της.

Δεν θα τον άφηνε ποτέ όμως.
Δεν χρειαζότανε να θυμηθεί ότι βοηθούσε στο σπίτι, ούτε το πόσο υπομονή έκανε που εκείνη δεν δούλευε.
Ούτε να θύμηθει το πόσο δυσάρεστη γινόταν εκείνη όταν ούρλιαζε και έσπαγε ότι έβρισκε μπροστά της, βριζοντάς τον, στην προσπάθεια της να τον πληγώσει, και μειόνωντάς τον.
Δεν είχε σημασία αν ήταν ο χειρότερος ή ο καλύτερος άντρας του κόσμου.
Ήταν ο άντρας της και δεν θα τον πρόδιδε ποτέ, ούτε θα τον άφηνε.
Τον αγαπούσε τόσο που πονούσανε τα σωθικά της.
Δεν μπορούσε να φανταστεί την ζωή χωρίς εκείνον, αλλά η ζωή μαζί του φάνταζε κόλαση.
Τον ήθελε, αυτός όχι.
Προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα, με τον μόνο τρόπο που γνώριζε εκεινη, αλλά δεν ταίριαζε σ’ εκεινον.Να μιλήσουν.
‘Ήθελε να βάλει ρομαντική μουσική, να τον φλερτάρει αλλά ένιωθε ότι θα ήταν γελοία.
Εβλεπε τον εαυτο της μεσα από τα ματια του.
Δεν την εβλεπε καθαρα
Δεν εβλεπε εκεινη πια τον εαυτο της καθαρα.

‘Τι θα κάνω θεέ μου;»
Πότε θα κοιτάξει ΄μες τα μάτια μου και θα καταλάβει ότι δεν υπάρχει λόγος να με πολεμάει;
Τι κι αν είμαι αυταρχική, τι κι αν δεν είμαι νοικοκυρά;
Πότε θα με κοιτάξει, όπως τον κοιτάω και γω, και θα πει…αυτή, είναι η γυναίκα μου.
Δεν είναι η Αντζελίνα Ζολί, αλλά είναι όμορφη, έξυπνη, γλυκεία, καλή, και μ’ αγαπάει.
Και προσπαθει.
Και είναι δική μου»
Και θα φουσκώσει το στήθος του από υπερηφάνεια. Όπως στην αρχή. Τότε που τα έβλεπε όλα αυτά.
Και θα γεμίσει τρυφερότητα η ψυχή του.
Και θα καταλάβει εκείνη την στιγμή, ότι κανείς δεν είναι τέλειος.
Κανείς δεν χρειάζεται να είναι τέλειος.
Όχι όταν αγαπάς.

Θα γερνούσε, θα έχανε τα μαλλιά του, θα ασχήμαινε, θα παραξένευε.
Και λοιπόν;
Αυτός θα μπορούσε να αγαπήσει το στήθος της που θα κρέμαγε, τις ρυτίδες γύρω από το στόμα, τα μάτια της;
Θα την κοίταζε με τρυφερότητα όσο θα πέρναγαν τα χρόνια, η θα θύμωνε ενδόμυχα μαζί της που δεν θα έκανε κάποια πλαστική για να του αρέσει; Της το χε πει κι αυτο απ εξω απ εξω.
Θα γερνούσανε μαζί;
Η θα γερνούσε μόνη της;….?

Αναστέναξε και γύρισε από τη άλλη.
Πάλι δεν θα κοιμότανε.
Πάλι θα ξενυχτούσε στην σκέψη του.
Πάλι θα της έλειπε και θα περίμενε πως και πώς να ξυπνήσει το πρωί να της πει μια γλυκεία κουβέντα…ίσως.
Θυμήθηκε στο παλιό το σπίτι…πως περνούσε τις νύχτες της ζωγραφίζοντας, και πως τον ξύπναγε το πρωί με έναν καφέ.
Την φιλούσε στο ασανσέρ με αγάπη και ένα χαμόγελο, και κείνη τον αποχαιρετούσε.
Γεμάτη και με ένα χαμόγελο στα χείλη, έπεφτε για ύπνο, ενώ ο ήλιος ανέτελλε.
Το επόμενο πράγμα που έβλεπε ήταν τα μάτια του-αυτά τα υπέροχα μάτια- να την κοιτάνε και το στόμα του να την φιλάει για να την ξυπνήσει.
Πως γίνεται να ραγίζει η καρδιά σου για κάποιον που είναι δίπλα σου;
Πως γίνεται να σου λείπει κάποιος που είναι στο δίπλα δωμάτιο;

Ίσως γιατί είναι στο δίπλα δωμάτιο.
Ίσως γιατί η τηλεοράσεις γεμίζουν τα κενά και την απόσταση που ολοένα μεγαλώνει.
«Αγάπη μου…» ψιθύρισε
«δεν ξέρω πόσο θα αντέξω»
‘Έσφιξε το μαξιλάρι.
«Δεν είμαι ευτυχισμένη. Σε παρακαλώ….
Αν θες να φύγεις κάνε το μια ώρα αρχύτερα, ή βρες κάποια για να βρω την δύναμη να σε αφήσω»
«Αγάπη μου….»
άφησε έναν λυγμό.
«σ’ αγαπάω…σ’ αγαπάω»

«Αγάπα με…αγάπα με…»



(2001? 2002?)

Comments