Saturday, November 19, 2005 Επιστροφη στις ριζες.

Ειχε πυρετο γυρω στα 39 και ιδρωνε.Νυσταζε..Ο ηλιος που εμπαινε απο το παραθυρο του αυτοκινητου την τυφλωνε και την ζεσταινε, αν ομως το ανοιγε φταρνιζοτανε. Δεν μπορουσε να αναπνευσει και ηταν πολυ αδυναμη για να εκφρασει το θυμο και το παραπονο της.
Ενα χρονο λειπανε και εμενε μονη της.
Με το που επιστρεψανε μπηκαν σε μια εκστρατεια "συμμορφωσης', να δειξουν ποιος ειναι ακομα αρχηγος. Δεν μπορουσε να ξεχασει τον ξυλοδαρμο που εφαγε οταν ηρθε το πρωτο βραδυ σπιτι στις 9 και 5 αντι για 9. Το θεμα δεν ηταν τα πεντε λεπτα, αλλα η ανικανοτητα να ελεγξουν τα παντα σε ενα παιδι που μεγαλωνε, και που τον τελευταιο χρονο ζωντας μονο του, ειχε μαθει να διεκδικει αν οχι ολα τα προνομια που ειχε οταν ηταν μονο, τουλαχιστον ενα ποσοστο, οπως το δικαιωμα να εχει φιλο και το δικαιωμα να παει για καφε με φιλες της το απογευμα. Αλλα δεν ηταν ευκολο.
Ενα απ αυτα ηταν και αυτο.
Ηταν αρρωστη και μαλιστα αρκετα σοβαρα(αργοτερα διαπιστωθηκανε ακροαστικα)
Ηταν 17 χρονων.
Ενα χρονο ζουσε μονη της.
Εκεινος επρεπε να παει στην Αλεξανδρουπολη για δουλεια για το καλοκαιρι.
Δεν τεθηκε θεμα να μεινει μονη της Αθηνα(και δεν καταλαβε τοτε το γιατι, εφοσον ενα χρονο τωρα εκεινοι λειπανε στο εξωτερικο), αλλα ουτε καν να αναβληθει η μερα αναχωρησης λογω της ασθενειας της.
Το γεγονος οτι εκεινος ηταν απο "κει" και θα τον σχολιαζανε, ισως ειχε να κανει πολλα με αυτην την αποφαση.


Διανυκτερευσανε ενα βραδυ στην Θεσσαλονικη, κοιμηθηκε στον καναπε της θειας της, δεν θυμαται και πολλα, ειχε φτασει στους 40ο.
Το επομενο βραδυ, φτασανε στην Αλεξανδρουπολη. Μες την θολουρα της τον θυμαται οσο πλησιαζανε και καταβροχθιζανε τα χιλιομετρα, τοσο να αγριευει και να ορθωνεται απειλητικος.
"Εδω ειναι πατριδα μου, εαν τολμησετε να να με ρεζιλεψετε θα σας κρεμασω απο την γλωσσα.!" Ουρλιαξε.
Παραηταν αδυναμη να αντιδρασει, και καλυτερα γιατι τωρα που ειχε γυρισει στην "φωλια" του το αγριμι ηταν ανεξελεγκτο.
"Και συ" γυρισε και την κοιταξε αγρια "θα κανεις παρεα μονο με τα παιδια των φιλων μου. Εχω "κουτελο" εδω."
"Και ενα καλλο στον εγκεφαλο να" σκεφτηκε αλλα προτιμησε να γυρισει το κεφαλι της απο την αλλη.
Δεν θα του εδειχνε τα δακρυα της.
Ηξερε οτι θα εμενε ασυγκινητος, ετσι κι αλλιως ,και μπορει και να ικανοποιουταν στην σκεψη οτι τον φοβοταν ακομα, αρα ειχε ακομα εξουσια.
Φτασανε σε μια τρωγλη και την ξαπλωσανε σε ενα νωπο κρεβατι απο την υγρασια.
Το βραδυ πηγε στον νοσοκομειο.



Ειχε περασει ενας μηνας.
ειχε μαθει τα κατατοπια, τα ωραρια του πατερα της, και φυσικα οι παρεες της ηταν οι υποδεδειγμενες.
Την πρωτη μερα που γνωρισε τον Μ, γιο του Δ, την πηγε σε μια καφετερια, οπου ο κολλητος του, ενας τυπος πολυ μεγαλυτερος τους και αγριοφατσα, τον οποιο θα ονομασουμε Ψ, την ρωτησε αν τρωει "κρεατοβεργες".
Nice.
Ο Μ, ηταν μπλεγμενος μεχρι τα μπουνια με ναρκωτικα και κωλοπαρεες αλλα αν εκεινη το ελεγε στον πατερα της, θα βρισκοταν να περναει το υπολοιπο των διακοπων της αλλυσοδεμενη στο σπιτι.
Απεφευγε τον Ψ, οσο μπορουσε( η φημη ελεγε οτι ειχε και ενα τατουαζ στ αποκρυφα του), εβγαινε τις ωρες που ο πατερας της δουλευε, και ολα μια χαρα.
Ειχε γνωρισει και καποιον φανταρο, πολυ ευγενικο, και η ζωη κυλουσε ηρεμα.... μεχρι το βραδυ που πηγε με τον Μ, στην τοπικη ντισκοτεκ(φυσικα κρυφα).
Εκει μια φιλη της ειχε φυγει κλαμμενη απο το μαγαζι και την ακολουθησε.
Στην εισοδο, ο Ψ, (φυσικα δεν τον ειχαν αφησει να μπει μεσα) με τους οπαδους/συμμορια του. Οπως παντα της εκανε ενα αισχρο σχολιο.
Παντα τον αγνοουσε, σαν να μην υπηρχε. Αλλα αυτην την φορα αντεδρασε.
Θυμωσε.
"Αντε και γαμησου επιτελους, με σενα θ ασχολουμαστε παντα?"
Βρηκε την φιλη της να κλαιει με αναφιλητα πισω απο ενα δεντρο(η ντισκοτεκ ηταν στην μεση του πουθενα ενος βουνου)και ξεχασε το συμβαν.

Γυρω στις 1 βρηκε τον Μ. Επρεπε να φυγουν, σε μιση ωρα ο πατερας της θα σχολαγε και αν δεν την βρισκανε σπιτι θα ειχε μεγαλο προβλημα.
Ανεβηκε στην μηχανη του και ξεκινησανε.
Ομως δεν πηραν την κατυθυνση που πηγαινε προς τον κεντρικο δρομο, αλλα αυτον που πηγαινε προς το βουνο.
"Που πας?" τον ρωτησε
"Και απο δω παει." της απαντησε.
Η νυχτα ηταν πισσα μαυρη, δεν υπηρχε ουτε ενα φως, διπλα τους γκρεμος και οδηγουσανε σε χωματοδρομο.
Αρχισε να νιωθει αβολα.
Ο Μ. σταματησε την μηχανη.
Κατεβηκανε.
"Γιατι σταματησες?"
Την κοιταζε.
Το μυαλο της δουλεψε αστραπιαια.
"Αν παθω το οτιδηποτε, ο πατερας μου ξερει οτι ειμαι παντα μαζι σου..."
Ειδε το βλεμμα του. Ηξερε οτι ο πατερας της ηταν για τον πατερα του, και ολους τους υπολοιπους της πολης, ενας φοβερα φοβιστικος ανθρωπος,-οπως και στο σπιτι. Αρχηγος της παλιας συμμοριας.
Δεν προλαβε να ολοκληρωσει την φραση της, τους τυφλωσανε φωτα.

Σταματησανε 2 αμαξια και βγηκανε απο μεσα Ο Ψ, ενας χοντρουλης σπυριαρης και καμποσοι αλλοι.Γυρω στα 9-10 ατομα.


"Θα περασεις δικαστηριο."
"αυθαδιασες"
Τους κοιταζε, ανεκφραστη.
Περιεργως δεν φοβοτανε. Ετρεμε απο τα νευρα της.
Ειχε κολλησει στην αγανακτηση των 17 χρονων της, μπροστα στην παραλογη απαιτηση ενος αλλου ανθρωπινου οντος να κανει οτι εκεινος ηθελε μονο και μονο γιατι ειχε ενα εξτρα κομματακι κρεας αναμεσα στα ποδια του.
Και οχι σπουδαιο αν κριναμε οτι ειχε φερει και ενισχυσεις. Οτι αγαμητο και μαλακισμενο.
"Ενοχη"
"ενοχη"
"ενοχη"
"ενοχη"
κλπ

Τους κοιταζε ενω ενας ενας,αυταρεσκα, απολαμβανοντας αυτη την στιγμη εξουσιας, την κοιταζανε με υφος"τωρα θα δεις τι θα παθεις"
Θα πληρωσεις για ολες τις γκομενες που μας καβλωνουν και δεν το ξερουν, δεν ξερουν καν οτι υπαρχουμε.
"και ποια ειναι η ποινη μου?"
Ηταν ψυχραιμη.
"Θα σε περασουμε ολοι."
....
Κοιταξε στα δεξια της.
ο γκρεμος ηταν 3 βηματα πιο κει.
Ειχε μουλαρωσει τοσο πολυ σε αυτο το παιχνιδι πληγωμενων εγωισμων που ειχε αποφασισει -βλακωδως βεβαια- οτι δεν θα τους περναγε. Εκτος αν την βρισκανε να πηδανε πτωματα.
Θυμηθηκε μια αντιστοιχη ιστορια που της ειχε πει η μητερα της. Διαλεξε τον πιο unsure,της ειχε πει, και προσπαθησε να τον αγγιξεις, get through to him.
"ποιος θα ειναι ο πρωτος?'

Ο Ψ την πλησιασε.
"εγω"
Ηταν τωρα σχεδον φατσα φατσα ηταν πολυ πιο ψηλος και μυωδης απο τους υπολοιπους.
Τον κοιταζε στα ματια.
δεν τον φοβοτανε.
Τα νευρα της και η νιοτη της συμμαχοι, κρατησε το βλεμμα της στο δικο του.
Περιμενε την κινηση του για να κανει την δικη της.
Ειδε μια σκια να περναει στα ματια του.
Της εσπρωξε το κεφαλι υποτιμητικα και ειπε
"τι να γαμησουμε απο σενα, μαιντανε ε μαιντανε."

Σε δευτερολεπτα ειχανε μπει στα αμαξια και ειχανε φυγει.

Εμεινε στην ιδια θεση να κοιταει τον Μ.
Εκεινος φανερα αμηχανος σηκωσε την μηχανη.
Ανεβηκε πανω και την πηγε σπιτι χωρις να ανταλλαξουν κουβεντα.


Δεν εμαθε ποτε αν τελικα ηταν ολα μια πλακα.
Καποιος της συμμοριας της ειπε λιγες μερες αργοτερα, οτι ειχε φανει πολυ τυχερη, κιοτι το ειχαν ξανακανει.
Ηταν αραγε αληθεια? Ντραπηκε μια ντοπια να μιλησει? Μετρησε το οτι δεν φοβηθηκα, το οτι δεν ημουν απο κει?the determination στα ματια μου?
Ηταν ολο μια κακογουστη πλακα?
Ενιωθε ευγνωμων για την συμβουλη της μητερας της( αν σου τυχει ποτε, μην φωναξεις μην παλεψεις...αν ξεκινησει για πλακα και παθεις υστερια, μπορει να φοβηθουν και να σου χωσουν μια, και αυτο που μπορει να ξεκινησει σαν παιχνιδι κοκκορων, να εξελιχτει σε βιασμο)
Δεν εμαθε ποτε.




Επιλογος
Καμποσο καιρο αργοτερα, σε ενα φαστφουνταδικο που συχναζε, στην γειτονια της, ειδε τον Ψ.
Δεν πιστευε στα ματια της.
Διστασε για λιγο... και μετα πηγε και σταθηκε μπροστα του.

Μολις την ειδε, τα ματια του λαμψανε απο χαρα.
"Τι κανεις?'
Μα στην ζωνη του Λυκοφωτος μπηκε?
"κατσε κατσε, χαιρομαι που σε βλεπω."
Μηπως την μπερδευει με καποια αλλη?
Καθησε στην ακρη του σκαμπο και τον ρωτησε τι κανει στην Αθηνα.
Της ειπε οτι ηταν εδω για δουλεια (αν θυμαμαι καλα) και διαφορα αλλα.
Ενιωθε μοναξια και χαιροταν που εβλεπε ενα γνωριμο προσωπο.
"Θυμασαι εκεινο το βραδυ?"
τον ρωτησε.
κατι θυμοτανε.
Οχι ολα.
και οχι οπως τα θυμοτανε εκεινη.
Θεωρησε σωστο να του φρεσκαρει την μνημη και να του εμπλουτισει την εμπειρια προσθετωντας του το πως το βιωσε η αλλη πλευρα. Εκεινη.
...Την ακουγε και γελουσε αμηχανα.
Ειχε κοκκινησει.

Δεν πιστευε στα ματια της.
μα καλα δεν ηταν πιο ψηλος?


Δεν εψαχνε ουτε για εκδικηση, ουτε σκοπος της ηταν να τον "στριμωξει".
Σηκωθηκε.
Δεν ειχε και τιποτα αλλαο να του πει.
Ποτε δεν ειχαν να πουν τιποτα ο ενας στον αλλον.
Του εδωσε το χερι της.
"καλη τυχη στην Αθηνα"
Την κοιταξε, επιασε το χερι της..."συγνωμη."
Του εσφιξε το χερι, χαμογελασε αμυδρα, μια υποψια, και γυρισε στην παρεα της.Ηξερε οτι ακομα και τωρα, δεν ειχε καταλαβει πληρως τι της ειχε κανει. Και κεινη καταλαβε οτι δεν ειναι θεμα καλου η κακου ανθρωπου.
Αλλα πραξεων, και τι αντιχτυπο εχουν στους γυρω μας. Και ποσο το καταλαβαινουμε.

Δεν τον ξαναειδε ποτε.
Αλλα και να τον ξαναεβλεπε, δεν θα αλλαζε τιποτα.

Comments