Μπορω και μονη μου, μπορω

Καθόταν και κοίταζε τα παιδιά που παίζανε στο προαύλιο με ένα χαμόγελο μέχρι τα’ αυτιά. Ακούγονταν φωνές, γέλια, ένα σποραδικό κλάμα, μια διαμαρτυρία. Το προαύλιο, προστατευμένο απο τους έξω θορύβους έμοιαζε μελίσσι που ζουζούνιζε κάτω απο τον ζεστό ήλιο.
Η Αννούλα, χλωμή, καθισμένη στο σκαλάκι, όπως κάθε μεσημέρι παρακολουθούσε.
Μόνο.
Ήξερε πια πως μέσα της , είχε κάτι χαλασμένο που δεν δούλευε όπως των άλλων παιδιών, αν έτρεχε δεν θα μπορούσε να αναπνεύσει και θα έπρεπε να πάει πάλι στο νοσοκομείο όπου την τρυπάνε συνέχεια. Όπως την τελευταία φορά.
Μπορεί να ήταν μικρή, αλλά τις βελόνες δεν θα τις ξεχνούσε ποτέ..
Κοίταζε λοιπόν και είχε μάθει να χαίρεται μέσα απο το τρέξιμο των παιδιών.
Δεν είχε φίλους η Αννούλα, γιατι ήταν περίεργη. Σαν Πικατσού, σαν gremlin..
Ήταν λίγο χοντρή από τα πολλά φάρμακα, στραβοχυμένη για τα 6 χρόνια της, είχε χοντρά γυαλιά που μπορεί να έσπαγαν και με λίγα λόγια, δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε όλα αυτά που δημιουργούσαν τις στιγμιαίες παιδικές φιλίες .
«Δεν μ αγαπάνε τα παιδιά» έλεγε το βράδυ στον μπαμπά της, την ωρα του μπάνιου και κείνος αφηρημένος απαντούσε «σώπα μωρέ τι ανάγκη έχεις εσύ? Παιδιά είστε» και έτσι η Αννούλα σώπαινε.…
Και κοίταζε.

Ένα απόγευμα η Αννούλα πήρε από μια μακρινή θεια ένα μεγάλο πακέτο καραμέλες ,μια παρηγοριά που δεν είχε λάβει πρόσκληση για το πάρτι της Κατερίνας, όπου θα υπήρχαν μπαλόνια και θα υπήρχε και κλόουν.
Τα μάτια της γεμάτα λαχταρά γυάλισαν, φέρνοντας μεγαλύτερη αντίθεση στην χλομάδα του προσώπου της..
«Μαμά, να τις πάρω στο σχολείο αύριο?»

Το βράδυ σηκώθηκε και πασπάτεψε τουλάχιστον 5 φορές την τσάντα της με τα αδύναμα χεράκια της για να σιγουρευτεί ότι οι καραμέλες ήταν στην θέση τους.
Ξάπλωσε χαμογελαστή και αποκοιμήθηκε.
Το επόμενο πρωί, στο διάλειμμα έβγαλε το μεγάλο σακούλι με τις καραμέλες και κάθισε στο πεζουλάκι της.
Σιγά σιγά άρχισαν να την πλησιάζουν τα παιδιά και να κάθονται δίπλα της.
Η καρδιά της χτυπούσε στο στήθος της .
Ένα τρελό χαμόγελο κοσμούσε τα χείλη της.

«Θα μου δώσεις;» λέγανε και η Αννούλα άνοιγε το σακούλι και έδινε αργά αργά τα χρυσά κουφέτα. Αργά για να κρατήσει περισσότερο η στιγμή, αργά για να δοθεί η σωστή σημασία στην ιεροτελεστία.
Το μισό προαύλιο ήταν γύρω της, το μελίσσι γύρω από την βασίλισσα του, και το αστραφτερό- αν και κουτσό-χαμόγελο έδωσε λίγο χρώμα στα μάγουλα κάτω από τα χοντρά γυαλιά..
Και μετά, συνέβη.
Η άλλη Άννα, αυτή που πάντα τις τράβαγε τις κοτσίδες και την κορόιδευε γιατι είχε παλιά ρούχα, πλησίασε με τις φίλες της.
Η Άννα που ήταν τόσο όμορφη που μια φορά η Αννούλα της άγγιξε φευγαλέα τα ολόξανθα μαλλιά της που μύριζαν φράουλα και τσιχλόφουσκα.
Η Άννα που είχε πάντα τις πιο ωραίες κούκλες, τα πιο λαμπερά αυτοκόλλητα, η Άννα που είχε τα πάντα, ακόμα και το όνομα της.
Και αυτό την Αννούλα την ευχαριστούσε.
Την Αννα από την άλλη, καθόλου.
Από την πρώτη μέρα που συστήθηκε στην τάξη ήταν σαν να κηρύχτηκε πόλεμος.
Άνισος πόλεμος.
«Θα μου δώσεις καραμέλα?» την ρώτησε με ύφος …
Το χεράκι μπήκε στην σακούλα και με ένα χαμόγελο, αποκρίθηκε:
«Θα είσαι φίλη μου?»
«Φυσικά!» απάντησε το ροζ στοματάκι με τα πανάκριβα σιδεράκια με ροζ ασορτί λαστιχάκια.
Η Αννούλα έβγαλε 3 καραμέλες, μια για την Αννα, και δυο για τις φίλες της.
Άπλωσε το χέρι και παρακολούθησε με ευχαρίστηση όπως ανοίγανε με ανυπομονησία τα χρυσά χαρτιά και πετάγανε αδηφάγα την μαλακή καραμέλα στο στόμα.
Το μάγουλο φούσκωνε, χαμόγελα.
Η Αννα την κοίταξε, χαμογέλασε και της πέταξε το χαρτί στα μούτρα γελώντας.
«Μα είπες ότι θα ήσουν φίλη μου» είπε με παράπονο η μικρή.
Η Αννα έφυγε γελώντας.
Και μαζί της άρχισαν να γελάνε και όλα τα αλλά παιδιά με τις καραμέλες στο στόμα.
Η μαγεία είχε σπάσει.
Η σακούλα με τις καραμέλες ήταν πια μόνο μια σακούλα καραμέλες. Μια σπασμένη υπόσχεση,…η καρδιά της βούλιαξε.
Άρχισε να βαριανασαίνει και το πρόσωπο της παραμορφώθηκε από θυμό.
Άρχισε να τραυλίζει και να φωνάζει , «σταματήστε!» «σταματήστε!» αλλά η φωνή της ήταν κρώξιμο παραφωνίας.
Θύμωσε. « Γιατι γελάνε; Γιατι με κοροϊδεύουν;»
Τα γέλια διέκοψε μια φωνή.
«Κοιτάτε, κατουρήθηκε!!»


Η κύρια Ελένη, η δασκάλα, είδε τα παιδιά σε κύκλο να γελάνε και σταμάτησε την κουβέντα που είχε με την Κα Σωτηρία, την γυναίκα του επιστάτη. Πλησίασε προς τα σκαλί του προαυλίου και άρχισε να τρέχει όταν μέσα στα γέλια διέκρινε γνώριμες άναρθρες κραυγές που έκαναν την καρδιά της να σφιχτεί.
Πλησιάζοντας είδε την Αννούλα ξεμαλλιασμένη, με μάτια τρομαγμένου ζώου, περικυκλωμένη από παιδιά που κοροϊδεύανε και την σπρώχνανε, γελούσαν δυνατά.
Έτρεξε να σπάσει τον κύκλο, να την σώσει, όταν το πρησμένο, πληγωμένο παιδί την κοίταξε άγρια στα μάτια και φώναξε:
«Φύγε!»
Έμεινε να την κοιτάει αποσβολωμένη,
Το μικρό παιδί παγιδευμένο στο σώμα του, παγιδευμένο και εκτός, πολεμούσε με την αναπνοή του και με τα αισθήματα του ενώ δάκρυα τρέχανε και μουσκεύανε το πρόσωπό του.
Πώς να την σώσει από την ζωή της?
Έμεινε πετρωμένη να δαγκώνει τα χέρια της ενώ λίγα μέτρα πιο κει κειτόταν στο πάτωμα, αγνοημένη, ξεχασμένη η σακούλα με τα πολύχρωμα χρυσόχαρτα και τις καραμέλες.


Το βράδυ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της η Κύρια Ελένη έκλαιγε όταν άνοιξε η πόρτα και μια μικρή ασπροφορεμένη μορφή μπήκε στο δωμάτιο.
«Μαμά, κλαις?»
Η Κυρία Ελένη χαμογέλασε βεβιασμένα και σκούπισε τα δάκρυα της.
Ανασηκώθηκε .
«Λίγο, ματάκια μου»
Το κορμάκι σκαρφάλωσε με κόπο στο κρεβάτι και χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του.
Η κυρία Ελένη το έσφιξε πάνω της.
«Γιατι κλαις μαμά?»
«Από ευτυχία μωρό μου. Γιατι είσαι το πιο όμορφο δυνατό κοριτσάκι που ξέρω.»
‘Το κουρασμένο προσωπάκι ανασήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. Όπως την έλουζε το φεγγαροφώς, έδειχνε ακόμα πιο χλωμή, σαν αγγελάκι, σχεδόν όμορφη..
« Συγγνώμη μαμά. Νόμιζα ότι με τις καραμέλες θα με αγαπούσαν . Αλλά οι καραμέλες τους θύμωσαν, τελικά.»


Η κυρα Λένη, έσφιξε αμίλητη το κορμάκι που αφηνόταν στα χέρια της και ενώ το παιδί της αποκοιμιόταν, κοίταξε με απόγνωση προς το φεγγάρι μπροστά στην σκληρή αλήθεια που την χτύπησε σαν χαστούκι μέσα στην απλότητα της..
Ένα φεγγάρι που το ένιωσε για λίγο σαν μάνα έσκυβε πάνω από την κοιμισμένη πόλη, πάνω της και αναστέναξε.
Η ζωή ήταν σκληρή, και σήμερα είχε δώσει και στις δυο τους ένα μάθημα.
Θα υπήρχαν κι αλλά.
Αυτή ήταν η ζωή.
Σκέφτηκε ότι σε άλλες χώρες, παιδιά πολεμούν με όπλα αντί για κούκλες, σε άλλες χώρες μανάδες βλέπουν τα παιδιά τους να σβήνουν από πείνα. Σήμερα, αυτήν την στιγμή, σε αντίθεση με την δική τους αγκαλιά που ήταν νανουριστική, μια μάνα κρατάει το παιδί της που ξεψυχάει.
Έδιωξε μακριά αυτήν την εικόνα από το μυαλό της και ξανακοίταξε το φεγγάρι.
Σε σύγκριση, το σημερινό δεν ήταν τίποτα.
Αυτή ήταν η ζωή τους.
Παραδόθηκε στην γνώση ότι δεν μπορούσε να κάνει και πολλά, ήταν μάχες που έπρεπε να δώσει το παιδί της και ότι μπορούσε μόνο να είναι εκεί , ανήμπορη να καλυτερεύσει το παραμικρό, παρά μόνο να είναι ο βράχος και το λιμάνι για να κουρνιάσει αποκαμωμένη η μικρή της, μετά από κάθε καταιγίδα.
Κατάπιε τα δάκρυα της και κοίταξε το παιδί της με περηφάνια.
Φίλησε το κεφαλάκι, έγειρε στο πλάι και αποκοιμηθήκανε αγκαλιά ενώ ο αέρας φύσαγε την κουρτίνα και αποκάλυπτε έναν έναστρο ουρανό.
Σήμερα, ήταν μια δύσκολη μέρα.




Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που υποφέρουν από την βλακεία των πολλών αλλά ειδικότερα, αφιερωμένο στον Σωκράτη που παλεύει με χημειοθεραπεία, στο παιδί Νικήτα για την απίστευτη καρδιά του, στo παιδί Νικόλ, στον Κωνσταντίνο, στο παιδί Μαλβίνα, στον Ιάσονα και στις μανάδες τους …(και ενίοτε στους πατεράδες τους,… αν είναι ακόμα εκεί)


απο το μπλογκ του Νικου Δημου www.doncat.blogspot.comο οποιος ειχε την ευγενη καλυσυνη να φιλοξενησει αυτο το κειμενο μου μεταξυ αλλων συμπλογκερ.


Comments